Έγειρε πίσω και άφησε το λίκνισμα της πολυθρόνας να τη νανουρίσει. Μισούσε αυτή την πόλη —είχε έρθει εδώ ως φυγάδας, τότε που ήταν μαθητευόμενη— αλλά ίσως αυτή η επίσκεψη να είχε ευχάριστο τέλος.
Καθισμένος στο γραφείο του, ο Χέριντ κοίταζε την πίπα του και αναρωτιόταν αν είχε κάτι να την ανάψει όταν το γκόλαμ πέρασε κάτω από την πόρτα. Φυσικά, ακόμα κι αν ο Φελ είχε το νου του, δεν θα το πίστευε, και από τη στιγμή που το γκόλαμ είχε μπει στο δωμάτιο, ελάχιστοι άνθρωποι θα είχαν κάποια ελπίδα.
Όταν η Ίντριεν ήρθε στο γραφείο του Φελ αργότερα, κοίταξε αυτά που ήταν απρόσεχτα στοιβαγμένα στο πάτωμα πλάι στο τραπέζι. Έκανε μια στιγμή για να καταλάβει τι ήταν, κι όταν το κατάλαβε, λιποθύμησε πριν προλάβει να τσιρίξει. Όσες φορές κι αν είχε ακούσει για κάποιον που τον είχαν διαμελίσει, δεν το είχε δει άλλοτε.
Ο καβαλάρης έστριψε το άλογό του στην κορυφή του λόφου για να ρίξει μια τελευταία ματιά στο Έμπου Νταρ, που άστραφτε λευκό στον ήλιο. Ωραία πόλη για πλιάτσικο, και απ’ ό,τι είχε ακούσει για τους ντόπιους, θα πρόβαλλαν αντίσταση, έτσι το Αίμα θα επέτρεπε να πάρεις πλιάτσικο. Θα πρόβαλλαν αντίσταση, όμως αυτός έλπιζε πως οι άλλοι πληροφοριοδότες θα έφερναν αναφορές περί διχασμού, όπως είχε δει κι ο ίδιος. Η αντίσταση δεν θα κρατούσε πολύ, σ’ αυτό το μέρος που η λεγόμενη βασίλισσα κυβερνούσε μια μικρή άκρη γης, κι έτσι ο συνδυασμός πρόσφερε τις καλύτερες πιθανότητες. Έστριψε το άλογο του και κατευθύνθηκε προς τα δυτικά. Ποιος να το ήξερε; Ίσως το σχόλιο εκείνου του ανθρώπου ήταν ένας οιωνός. Ίσως ο Γυρισμός να συνέβαινε γρήγορα, και μαζί του να ερχόταν η Κόρη των Εννιά Φεγγαριών. Σίγουρα αυτό θα ήταν ο πιο λαμπρός οιωνός της νίκης.
Ξαπλωμένη ανάσκελα μέσα στη νύχτα, η Μογκέντιεν κοίταζε τη στέγη της μικρής σκηνής που της είχαν επιτρέψει να έχει σαν μια υπηρέτρια της Άμερλιν. Πού και πού τα δόντια της έτριζαν, όμως μόλις το καταλάβαινε, σταματούσε πάλι, έχοντας έντονη την επίγνωση του α’ντάμ που έσφιγγε το λαιμό της. Η Εγκουέν αλ’Βέρ ήταν πιο σκληρή από την Ηλαίην και τη Νυνάβε· ανεχόταν λιγότερα και απαιτούσε περισσότερα. Κι όταν περνούσε το βραχιόλι στη Σιουάν ή τη Ληάνε, ειδικά τη Σιουάν... Η Μογκέντιεν ρίγησε. Έτσι θα ήταν αν η Μπιργκίτε μπορούσε να φορέσει το βραχιόλι.
Η πόρτα της σκηνής παραμέρισε και μπήκε όσο φεγγαρόφωτο χρειαζόταν για να διακρίνει μια γυναίκα που έμπαινε μέσα.
«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε τραχιά η Μογκέντιεν. Όταν έστελναν κάποια να τη βρει τη νύχτα, πάντα εκείνη κρατούσε φανάρι.
«Λέγε με Άραν’γκαρ, Μογκέντιεν», είπε μια γελαστή φωνή, κι ένα φωτάκι έλαμψε μέσα στη σκηνή.
Το όνομά της έκανε τη γλώσσα της Μογκέντιεν να στεγνώσει· εδώ αυτό το όνομα σήμαινε θάνατο. Πάλεψε να μιλήσει, να πει ότι το όνομά της ήταν Μάριγκαν, όταν ξαφνικά πρόσεξε καλά το φως. Ήταν μια μικρή λευκή μπάλα που θαμπόλαμπε, αιωρούμενη στον αέρα κοντά στο κεφάλι της. Με το α’ντάμ πάνω της, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σαϊντάρ χωρίς να ζητήσει άδεια, αλλά το ένιωθε όταν διαβίβαζαν, έβλεπε τις ροές να υφαίνονται. Αυτή τη φορά δεν ένιωθε τίποτα, δεν έβλεπε τίποτα. Απλώς μια μικρούλικη σφαίρα από καθάριο φως.
Κοίταξε τη γυναίκα που είχε πει πως λεγόταν Άραν’γκαρ και τώρα την αναγνώρισε. Ήταν η Χάλιμα, σκέφτηκε· πίστευε πως ήταν η γραμματέας κάποιας Καθήμενης. Πάντως ήταν γυναίκα, έστω και κάποια που έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί από άνδρα. Μια γυναίκα. Μα αυτή η σφαίρα φωτός πρέπει να ήταν σαϊντίν! «Ποια είσαι;» Η φωνή της τρεμούλιασε ελαφρά, και ξαφνιάστηκε που κρατούσε έστω και τόσο την αυτοκυριαρχία της.
Η γυναίκα της χαμογέλασε —το χαμόγελο έδειχνε ότι έβρισκε κάτι διασκεδαστικό— ενώ καθόταν πλάι στο πρόχειρο κρεβάτι. «Σου είπα, Μογκέντιεν. Το όνομά μου είναι Άραν’γκαρ. Θα το μάθεις αυτό το όνομα στο μέλλον, αν είσαι τυχερή. Τώρα άκουσέ με προσεκτικά και μην κάνεις άλλες ερωτήσεις. Θα σου πω ό,τι χρειάζεται να ξέρεις. Σε μια στιγμή, θα βγάλω το ωραίο το κολιεδάκι σου. Όταν το κάνω, θα εξαφανιστείς ταχύτατα και αθόρυβα σαν τον Λογκαίν. Αν δεν το κάνεις, θα πεθάνεις εδώ. Κι αυτό θα είναι κρίμα, επειδή έχεις προσκληθεί στο Σάγιολ Γκουλ για απόψε».