Выбрать главу

Η Μογκέντιεν έγλειψε τα χείλη. Είχε προσκληθεί στο Σάγιολ Γκουλ. Αυτό σήμαινε μια αιωνιότητα στο Χάσμα του Χαμού, ή αθανασία για να κυβερνήσει τον κόσμο, ή οτιδήποτε στο ενδιάμεσο. Ήταν μικρή η πιθανότητα να ονομαζόταν Νή’μπλις, αφού ο Μέγας Άρχοντας ήξερε πώς είχε περάσει τους τελευταίους μήνες της και είχε στείλει κάποιον να την ελευθερώσει. Ήταν όμως μια πρόσκληση στην οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί. Και τουλάχιστον σήμαινε το τέλος του α’ντάμ, επιτέλους. «Ναι. Βγάλε το. Θα φύγω αμέσως». Δεν υπήρχε λόγος να χρονοτριβεί· ήταν δυνατότερη από κάθε γυναίκα του στρατοπέδου, μα δεν ήθελε να δώσει σε έναν κύκλο δεκατριών την ευκαιρία να μετρηθούν μαζί της.

«Καλά το σκέφτηκα ότι θα καταλάβεις», είπε η Χάλιμα —ή η Άραν’γκαρ— μ’ ένα βαθύ, πνιχτό γελάκι. Άγγιξε το περιδέραιο, μ’ ένα μικρό μορφασμό, και η Μογκέντιεν πάλι απόρησε με μια γυναίκα που φαινόταν να διαβιβάζει το σαϊντίν και πονούσε, ελαφρά έστω, αγγίζοντας κάτι που έπρεπε να πονά μόνο έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Το περιδέραιο βγήκε, και η γυναίκα το έριξε βιαστικά στο πουγκί της. «Φύγε, Μογκέντιεν. Φύγε τώρα».

Όταν η Εγκουέν έφτασε στη σκηνή και έχωσε το κεφάλι της μέσα μαζί με το φανάρι της, βρήκε μόνο αναστατωμένα στρωσίδια. Βγήκε αργά. «Μητέρα», είπε με φροντίδα η Τσέσα πίσω της, «δεν πρέπει να είσαι έξω βραδιάτικα. Ο αέρας της νύχτας είναι κακός αέρας. Αν ήθελες τη Μάριγκαν, μπορούσα να τη φέρω εγώ».

Η Εγκουέν κοίταξε τριγύρω. Είχε νιώσει το περιδέραιο να βγαίνει, και είχε νιώσει το φευγαλέο πόνο που σήμαινε ότι ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει είχε αγγίξει τη σύνδεση. Ο περισσότερος κόσμος κοιμόταν, όμως κάποιοι κάθονταν ακόμα έξω από τις σκηνές γύρω από μικρές φωτιές, και κάποιοι δεν ήταν πολύ μακριά. Ίσως μπορούσε να βρει ποιος άνδρας είχε έρθει στη σκηνή της «Μάριγκαν».

«Τσέσα, νομίζω ότι το έσκασε», είπε. Το θυμωμένο μουρμουρητό της Τσέσα για γυναίκες που εγκατέλειπαν την κυρά τους την ακολούθησε ως τη σκηνή της. Δεν μπορεί να ήταν ο Λογκαίν, ε; Δεν θα γυρνούσε πίσω, δεν μπορεί να το ήξερε. Ή μήπως αυτό είχε γίνει;

Ο Ντεμάντρεντ γονάτισε στο Χάσμα του Χαμού, κι αυτή τη φορά δεν τον ένοιαζε που ο Σεϊντάρ Χαράν κοίταζε το τρέμουλό του με ανόφθαλμο, απαθές βλέμμα. «Καλά δεν τα κατάφερα, Μέγα Άρχοντα;»

Το γέλιο του Μεγάλου Άρχοντα πλημμύρισε το κεφάλι του Ντεμάντρεντ.

Ο ακηλίδωτος πύργος τσακίζεται και γονατίζει μπροστά στο ξεχασμένο σημάδι.

Οι θάλασσες φουρτουνιάζουν και τα σύννεφα της θύελλας συγκεντρώνονται αθέατα.

Πέρα από τον ορίζοντα, κρυμμένες φωτιές θεριεύουν, και ερπετά φωλιάζουν στον κόρφο τους.

Αυτό που εξυμνήθηκε, κατακρημνίζεται· αυτό που κατακρημνίσθηκε, ανέρχεται ξανά.

Η τάξη με φλόγες ανοίγει το δρόμο της.

Οι Προφητείες τον Δράκοντα
μετάφραση του Τζήραντ Μάνυαρντ,
Κυβερνήτη της Περιφέρειας του Άντορ για τον Υψηλό Βασιλέα, Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ

Γλωσσάριο

Σημείωση για τις Χρονολογίες σ’ αυτό το Γλωσσάριο. Το Τομανικό Ημερολόγιο (που το επινόησε ο Τομά ντυρ Αχμίντ) υιοθετήθηκε περίπου δύο αιώνες μετά το θάνατο του τελευταίου άνδρα Άες Σεντάι και κατέγραψε τα χρόνια Μετά το Τσάκισμα του Κόσμου (ΜΤ). Ήταν τόσα πολλά τα αρχεία που καταστράφηκαν κατά τους Πολέμους των Τρόλοκ, ώστε στο τέλος των Πολέμων υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με το ακριβές έτος σύμφωνα με το παλιό σύστημα. Ο Τιάμ του Γκάζαρ πρότεινε ένα καινούριο ημερολόγιο, με το οποίο εορταζόταν η απελευθέρωση από την απειλή των Τρόλοκ και καταγραφόταν κάθε έτος ως Ελεύθερο Έτος (ΕΕ). Το Γκαζαρανό ημερολόγιο γνώρισε ευρεία αποδοχή μέσα σε είκοσι χρόνια μετά το τέλος των Πολέμων. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος προσπάθησε να καθιερώσει ένα καινούριο ημερολόγιο, βασισμένο στην ίδρυση της αυτοκρατορίας του (ΑΙ, Από Ιδρύσεως), όμως τώρα το χρησιμοποιούν ως αναφορά μονάχα οι ιστορικοί. Μετά τους θανάτους και του όλεθρο του Εκατονταετούς Πολέμου, ο Γιούρεν ντιν Τζουμπάι Σόαρινγκ Γκουλ, λόγιος των Θαλασσινών, επινόησε ένα τέταρτο ημερολόγιο, το οποίο το διέδωσε ο Πανάρχης Φαρέντε του Τάραμπον. Αυτό που τώρα χρησιμοποιείται είναι το Φαρεντινό Ημερολόγιο, που χρονολογείται από το αυθαιρέτως καθορισμένο ως τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου και καταγράφει τα έτη της Καινούριας Περιόδου (ΚΠ).

Αβεντοραλντέρα: Ένα δένδρο που φύτρωνε στην πόλη της Καιρχίν από ένα δενδρύλλιο του Αβεντεσόρα, το οποίο ήταν δώρο από τους Αελίτες το 566 ΚΠ, παρά το γεγονός ότι κανένα γραπτό αρχείο δεν δείχνει κάποια σχέση μεταξύ του Άελ και του θρυλικού Δένδρου της Ζωής.