Καιρχίν: Το έθνος κατά μήκος της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου και η πρωτεύουσα αυτού του έθνους. Η πόλη πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε κατά των Πόλεμο των Αελιτών, όπως συνέβη και με πολλές άλλες πόλεις και χωριά. Η επακόλουθη εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών κοντά στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου έκανε αναγκαία την εισαγωγή σιτηρών. Η δολοφονία του Βασιλιά Γκάλντριαν (998 ΚΠ) είχε ως αποτέλεσμα πόλεμο για τη διαδοχή στο Θρόνο του Ήλιου, κι επίσης τη διακοπή των εισαγωγών σιτηρών και τη λιμοκτονία. Η πόλη πολιορκήθηκε από τους Σάιντο στον Δεύτερο Πόλεμο των Αελιτών, όπως τον ονομάζουν πολλοί τώρα· τέλος στην πολιορκία έδωσαν άλλοι Αελίτες υπό τις διαταγές του Ραντ αλ’Θόρ. Το λάβαρο της Καιρχίν έχει ένα πολυάκτινο χρυσό ήλιο που ανατέλλει σε ουρανί φόντο. Δες επίσης Πόλεμος των Αελιτών.
Καλαντόρ: Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, το Ανέγγιχτο Σπαθί. Ένα κρυστάλλινο σπαθί που κάποτε φυλασσόταν στην Πέτρα του Δακρύου. Ισχυρό ανδρικό σα’ανγκριάλ. Η αφαίρεσή του από την αίθουσα που ονομάζεται Καρδιά της Πέτρας, μαζί με την άλωση της Πέτρας, ήταν από τα κύρια σημάδια που ανήγγειλαν την Αναγέννηση του Δράκοντα και τον ερχομό της Τάρμον Γκάι’ντον. Ο Ραντ αλ’Θόρ το ξαναπήγε στην Καρδιά και το έχωσε στην πέτρα. Δες επίσης Αναγεννημένος Δράκοντας· σα’ανγκριάλ· Πέτρα του Δακρύου.
καντιν’σόρ: Η ενδυμασία των Αελιτών πολεμιστών· σακάκι και παντελόνι με καφέ και γκρίζα χρώματα που γίνονται ένα με τα βράχια και τις σκιές, με μαλακές μπότες που φτάνουν ως το γόνατο και δένουν με κορδόνια. Στην Παλιά Γλώσσα, «ρούχα της δουλειάς», αν και φυσικά η μετάφραση είναι κατά προσέγγιση.
Καράιγκαν Μακόναρ: Θρυλική Πράσινη αδελφή (212-373 ΜΤ), ηρωίδα εκατό περιπετειών που της αναγνωρίζουν κατορθώματα τα οποία ακόμα και κάποιες Άες Σεντάι θεωρούν απίθανα, παρ’ όλο που συμπεριλαμβάνονται στα αρχεία του Λευκού Πύργου, όπως το ότι μόνη της σταμάτησε μια εξέγερση στο Μοσάντοριν και κατέπνιξε τις Ταραχές του Κομάιντιν παρ’ όλο που τον καιρό εκείνο δεν είχε Προμάχους. Από το Πράσινο Άτζα θεωρείται το αρχέτυπο της Πράσινης αδελφής. Δες επίσης Άες Σεντάι· Άτζα.
Καρ’α’κάρν: Στην Παλιά Γλώσσα, “αρχηγός των αρχηγών”. Σύμφωνα με τις Αελίτικες προφητείες, ένας άνδρας που θα ερχόταν από το Ρουίντιαν την αυγή, σημαδεμένος με δύο Δράκοντες, και θα οδηγούσε το Άελ πέρα από το Δρακότειχος. Η Προφητεία του Ρουίντιαν λέει ότι θα ενώσει τους Αελίτες και θα τους καταστρέψει, ότι θα γίνουν το απομεινάρι ενός απομειναριού. Δες επίσης Άελ· Ρουίντιαν.
Κέρας του Βαλίρ: Ο θρυλικός στόχος του Μεγάλου Κυνηγιού του Κέρατος. Υποτίθεται πως το Κέρας μπορεί να καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν εναντίον της Σκιάς. Ένα καινούριο Κυνήγι έχει ξεκινήσει, και οι ορκισμένοι Κυνηγοί του Κέρατος τώρα βρίσκονται σε πολλά έθνη.
κονταδελφή· κονταδελφός: Αελίτικος όρος συγγένειας που σημαίνει φίλο στενό όσο η πρωταδελφή ή ο πρωταδελφός σου. Οι κονταδελφές συχνά υιοθετούν η μια την άλλη επισήμως ως πρωταδελφές. Οι κονταδελφοί δεν το κάνουν σχεδόν ποτέ.
Κόρη-Διάδοχος: Ο τίτλος της διαδόχου του Θρόνου του Λιονταριού στο Άντορ. Αν δεν υπάρχει θυγατέρα, ή αν έχει πεθάνει, ο θρόνος πηγαίνει στη κοντινότερη εξ αίματος συγγενή της Βασίλισσας. Οι διαφωνίες περί του ποια συγκεκριμένα ήταν η κοντινότερη αρκετές φορές οδήγησαν σε διαμάχες για την εξουσία, με πιο πρόσφατη τη «Διαδοχή» —έτσι αποκαλείται στο Άντορ, ενώ αλλού την αναφέρουν ως «Τρίτο Πόλεμο της Αντορινής Διαδοχής»— που ανέβασε στο θρόνο της Μοργκέις του Οίκου Τράκαντ.
Λαν: αλ’Λάν Μαντράγκοραν: Ο άστεφτος Βασιλιάς της Μαλκίρ, μια χώρα που την κατάπιε η Μάστιγα τη χρονιά της γέννησής του (953 ΚΠ), Ντάι Σαν (Άρχοντας της Μάχης), ο τελευταίος επιζών Μαλκιρινός άρχοντας. Σε ηλικία δεκάξι χρόνων κήρυξε μόνος του τον πόλεμο στη Μάστιγα και τη Σκιά, ο οποίος συνεχίστηκε ώσπου τον Λαν δέσμευσε ως Πρόμαχο της η Μουαραίν το 979 ΚΠ. Δες επίσης Μουαραίν· Πρόμαχος.
Λευκομανδίτες: Δες Τέκνα του Φωτός.
Λευκός Πύργος: Το κέντρο και η καρδιά της εξουσίας των Άες Σεντάι, που βρίσκεται καταμεσής της λαμπρής νησιωτικής πόλης της Ταρ Βάλον.
Λίνι: Παραμάνα της Αρχόντισσας Ηλαίην, και πιο πριν της Μοργκέις, της μητέρας της Ηλαίην, όπως επίσης και της μητέρας της Μοργκέις. Μια γυναίκα με μεγάλο εσωτερικό σθένος, οξυδέρκεια και πλήθος γνωμικά.
Λογκαίν: Άνδρας ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που τώρα έχει ειρηνευτεί. Δες επίσης Δράκοντας, ψεύτικος.