«Α, ναι». Η Ληάνε είχε έναν ζωηρό, κοφτό τρόπο να μιλά. Εκτός απ’ όταν μιλούσε σε άνδρα· ήταν Ντομανή στο κάτω-κάτω, και το τελευταίο διάστημα προσπαθούσε να αναπληρώσει τον χρόνο που είχε χάσει όσο βρισκόταν στον Πύργο. «Ναι, είναι πράγματι αιφνιδιασμένη, ε; Τώρα, όμως, αρχίζει και συγκρατείται». Κάθισε υπομονετικά μερικές στιγμές, μελετώντας τη γυναίκα στο σκαμνάκι. Η Μάριγκαν τής ανταπέδωσε επιφυλακτικά το βλέμμα. Στο τέλος, η Ληάνε σήκωσε τους ώμους. «Ούτε εγώ μπορώ ν’ αγγίξω την Πηγή. Και προσπάθησα να την κάνω να νιώσει το δάγκωμα ενός ψύλλου στον αστράγαλο. Αν είχα πετύχει, κάτι θα είχε δείξει η έκφρασή της». Αυτή ήταν άλλη μια δυνατότητα του βραχιολιού· μπορούσες να κάνεις τη γυναίκα που φορούσε το περιδέραιο να νιώσει σωματικές αισθήσεις. Μόνο τις αισθήσεις —δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ό,τι κι αν έκανες, η παραμικρή ζημιά— αλλά η αίσθηση ενός γερού δαρσίματος με βέργα ήταν αρκετή για να πείσει τη Μάριγκαν ότι το καλύτερο γι’ αυτήν θα ήταν να δείξει πνεύμα συνεργασίας. Σε συνδυασμό με την εναλλακτική επιλογή, μια γρήγορη δίκη που θα κατέληγε στην εκτέλεσή της.
Παρά την αποτυχία της, η Ληάνε παρακολουθούσε με προσοχή τη Νυνάβε να ανοίγει το βραχιόλι και να το ξαναδένει στον καρπό της. Αυτή τουλάχιστον δεν είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα ότι κάποια μέρα θα διαβίβαζε ξανά.
Ήταν υπέροχο που ξανάβρισκε τη Δύναμη. Όχι τόσο υπέροχο όσο το να τραβά το σαϊντάρ μέσα της, να το νιώθει να τη γεμίζει, αλλά και μόνο που είχε αγγίξει την Πηγή μέσω της άλλης γυναίκας ήταν σαν να διπλασίαζε τη ζωή στις φλέβες της. Όταν κρατούσες το σαϊντάρ μέσα σου, σου ερχόταν να γελάσεις και να χορέψεις από μια απέραντη χαρά. Υπέθετε ότι κάποια μέρα θα το συνήθιζε· οι πλήρεις Άες Σεντάι το συνήθιζαν. Σε αντιστάθμισμα γι’ αυτό, ήταν μικρό το τίμημα που πλήρωνε αγγίζοντας τη Μάριγκαν. «Τώρα που ξέρουμε ότι υπάρχει η πιθανότητα», είπε, «νομίζω πως—»
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο κι η Νυνάβε πετάχτηκε όρθια πριν το καταλάβει. Ούτε που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη· θα είχε τσιρίξει, αν ο λαιμός της δεν ήταν σφιγμένος. Δεν ήταν η μόνη, αλλά δεν έδωσε μεγάλη προσοχή στη Σιουάν και στη Ληάνε, που κι αυτές είχαν σηκωθεί αμέσως. Ο φόβος που την πλημμύρισε μέσω του βραχιολιού έμοιαζε να απηχεί τον δικό της.
Η νεαρή που έκλεισε πίσω της την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πόρτα δεν πρόσεξε την αναστάτωση που είχε προκαλέσει. Ήταν ψηλή και καμαρωτή, φορούσε το λευκό φόρεμα Αποδεχθείσας με τις χρωματιστές ρίγες, οι ηλιόξανθες μπούκλες της χύνονταν στους ώμους της, κι έδειχνε έξω φρενών. Παρ’ όλο που ήταν κάθιδρη και το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο από τον θυμό, κι έτσι ακόμα κατάφερνε να δείχνει πανέμορφη· ήταν ένα χαρακτηριστικό της Ηλαίην. «Ξέρεις τι κάνουν; Θα στείλουν αντιπροσωπεία στο... στο Κάεμλυν! Και δεν μου επιτρέπουν να πάω! Η Σέριαμ μου απαγόρευσε να το αναφέρω ξανά. Μου απαγόρευσε ακόμα και να μιλάω γι’ αυτό!»
«Δεν έχεις μάθει να χτυπάς πριν μπεις, Ηλαίην;» Η Νυνάβε ίσιωσε την καρέκλα της και ξανακάθισε. Για την ακρίβεια, έπεσε· τα γόνατά της είχαν λυγίσει από την ανακούφιση. «Νόμιζα ότι ήσουν η Σέριαμ». Και μόνο η σκέψη ότι θα τις ανακάλυπταν έφερνε μια παγωνιά μέσα της.
Προς τιμήν της, η Ηλαίην κοκκίνισε και ζήτησε αμέσως συγγνώμη. Κι ύστερα το χάλασε προσθέτοντας, «Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο νευρική. Η Μπιργκίτε είναι ακόμα έξω και ξέρεις καλά πως θα σε προειδοποιούσε αν πλησίαζε κάποια άλλη. Νυνάβε, πρέπει να με αφήσουν να πάω».
«Δεν υπάρχουν “πρέπει”», είπε στρυφνά η Σιουάν. Τόσο αυτή όσο κι η Ληάνε είχαν καθίσει ξανά. Η Σιουάν καθόταν με το κορμί στητό, όπως πάντα, όμως η Ληάνε είχε σωριαστεί πίσω, με το κορμί αδύναμο σαν τα γόνατα της Νυνάβε. Η Μάριγκαν έγερνε στον τοίχο, βαριανασαίνοντας, με τα μάτια κλεισμένα και τα χέρια να πιέζουν τον γύψο. Το βραχιόλι έφερνε εναλλάξ τις σουβλιές της ανακούφισης και του έντονου τρόμου.
«Μα—»
Η Σιουάν δεν άφησε την Ηλαίην να ξεστομίσει άλλη λέξη. «Νομίζεις ότι η Σέριαμ, ή κάποια από τις υπόλοιπες, θα αφήσουν την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ να πέσει στα χέρια του Αναγεννημένου Δράκοντα; Τώρα που η μητέρα σου είναι νεκρή·»
«Δεν το πιστεύω αυτό!» την έκοψε η Ηλαίην.
«Δεν πιστεύεις ότι τη σκότωσε ο Ραντ», συνέχισε ανελέητα η Σιουάν, «κι αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Ούτε κι εγώ το πιστεύω. Αλλά αν ζούσε η Μοργκέις, θα εμφανιζόταν και θα τον αναγνώριζε ως Αναγεννημένο Δράκοντα. Ή αλλιώς, αν τον θεωρούσε ψεύτικο Δράκοντα σε πείσμα των αποδείξεων, θα οργάνωνε αντίσταση. Οι πληροφοριοδότες μου δεν έχουν ακούσει τον παραμικρό ψίθυρο, ούτε για το μεν ούτε για το δε. Όχι μόνο στο Άντορ, αλλά ούτε εδώ στην Αλτάρα, ούτε και στο Μουράντυ».