Выбрать главу

«Πώς δεν άκουσαν», επέμεινε η Ηλαίην. «Έχει ξεσπάσει εξέγερση στα δυτικά».

«Εναντίον της Μοργκέις. Εναντίον. Αν δεν είναι κι αυτή φήμη». Η φωνή της Σιουάν ήταν ατάραχη σαν ήρεμη λίμνη. «Η μητέρα σου είναι νεκρή, κοπέλα μου. Το καλύτερο θα ήταν να το παραδεχτείς, να την κλάψεις και να τελειώνεις».

Η Ηλαίην ύψωσε το πηγούνι της, μια εκνευριστική συνήθειά της· ήταν η προσωποποίηση μιας παγερής αλαζονείας, αν και οι περισσότεροι άνδρες για κάποιο λόγο το έβρισκαν ελκυστικό. «Συνεχώς παραπονιέσαι που αργεί πολύ η επικοινωνία με τους πράκτορές σου», είπε ψυχρά, «αλλά εγώ αφήνω προς στιγμήν το αν έχεις μάθει όσα θα έπρεπε να έχεις μάθει. Είτε ζει η μητέρα μου είτε όχι, η δική μου θέση τώρα είναι στο Κάεμλυν. Είμαι η Κόρη-Διάδοχος».

Η Σιουάν ξεφύσηξε δυνατά, κάνοντας τη Νυνάβε να πεταχτεί από τη θέση της. «Είσαι αρκετό καιρό Αποδεχθείσα και ξέρεις ότι δεν είναι έτσι». Η Ηλαίην είχε τέτοιες δυνατότητες που δεν είχαν φανεί εδώ και χίλια χρόνια. Όχι όσες η Νυνάβε, αν ποτέ εκείνη μάθαινε να διαβιβάζει κατά βούληση, αλλά τα μάτια των Άες Σεντάι φωτίζονταν όταν το μάθαιναν. Η Ηλαίην σούφρωσε τη μύτη της —ήξερε καλά ότι ακόμα κι αν ήταν ήδη στον Θρόνο του Λιονταριού, οι Άες Σεντάι θα την είχαν πάρει για να την εκπαιδεύσουν, είτε ζητώντας την αν μπορούσαν, είτε κρύβοντάς τη σε ένα βαρέλι αν αναγκάζονταν— κι άνοιξε το στόμα, όμως η Σιουάν δεν έκοψε τη φόρα της. «Είναι αλήθεια ότι θα προτιμούσαν να ανέβεις στο θρόνο όσο το δυνατόν νωρίτερα· έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν Βασίλισσα να είναι απροκάλυπτα μέλος των Άες Σεντάι. Αλλά δεν θα σε αφήσουν να φύγεις αν δεν είσαι πλήρης αδελφή, όμως, επειδή είσαι όντως η Κόρη-Διάδοχος και σύντομα θα γίνεις Βασίλισσα, ακόμα και τότε δεν θα σου επιτρέψουν να πλησιάσεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα αν δεν ξέρουν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν. Ειδικά μετά από αυτή την... αμνηστία που ανήγγειλε». Το στόμα της στράβωσε ξυνά καθώς πρόφερε αυτή τη λέξη κι η Ληάνε έκανε έναν μορφασμό.

Κι η Νυνάβε επίσης ένιωσε μια αναγούλα στη γλώσσα. Την είχαν αναθρέψει έτσι ώστε να φοβάται τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν· η μοίρα τους ήταν να τρελαθούν, και, πριν τους σκοτώσει με φρικτό τρόπο το μιασμένο από τη Σκιά μισό της Δύναμης, έφερναν τον τρόμο σε όλους γύρω τους. Όμως ο Ραντ, που είχε μεγαλώσει μαζί της, ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που είχε γεννηθεί τόσο ως σημάδι ότι έφτανε η Τελευταία Μάχη αλλά και για να πολεμήσει τον Σκοτεινό σ’ αυτή τη μάχη. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας· η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας — και μάλιστα άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει. Και το χειρότερο ήταν ότι σύμφωνα με τις αναφορές, προσπαθούσε να συγκεντρώσει γύρω του κι άλλους σαν κι αυτόν. Φυσικά, δεν μπορεί να υπήρχαν πολλοί. Όλες οι Άες Σεντάι κυνηγούσαν αυτούς τους άνδρες —για το Κόκκινο Άτζα ήταν σχεδόν η μόνη δουλειά του— όμως έβρισκαν ελάχιστους, πολύ λιγότερους απ’ όσους έβρισκαν κάποτε, σύμφωνα με τα αρχεία.

Η Ηλαίην όμως δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον αγώνα. Ήταν το μόνο που άξιζε να θαυμάσεις πάνω της· δεν θα τα παρατούσε ακόμα κι αν το κεφάλι της ήταν σκυμμένο στο ξύλο με τον πέλεκυ του δήμιου να κατεβαίνει. Στεκόταν εκεί με το πηγούνι υψωμένο, αντιγυρίζοντας το βλέμμα της Σιουάν, κάτι που η Νυνάβε συχνά δυσκολευόταν να κάνει. «Υπάρχουν δύο συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να πάω. Πρώτον, ασχέτως του τι έχει συμβεί στη μητέρα μου, το θέμα είναι ότι έχει εξαφανιστεί, κι ως Κόρη-Διάδοχος μπορώ να καθησυχάσω το λαό και να τον διαβεβαιώσω ότι η διαδοχή του θρόνου θα είναι απρόσκοπτη. Δεύτερον, μπορώ να πλησιάσω τον Ραντ. Με εμπιστεύεται. Θα ήμουν καλύτερη γι’ αυτό το σκοπό από κάθε άλλη αδελφή που θα επιλέξει η Αίθουσα».

Οι Άες Σεντάι εδώ στο Σαλιντάρ είχαν εκλέξει δική τους Αίθουσα του Πύργου, ουσιαστικά μια εξόριστη Αίθουσα. Υποτίθεται ότι διαβουλεύονταν για την επιλογή της νέας Έδρας της Άμερλιν, τη νόμιμη Άμερλιν που θα αμφισβητούσε τη θέση της Ελάιντα στην Έδρα και στον Πύργο, όμως η Νυνάβε δεν είχε δει να πολυασχολούνται μ’ αυτό.

«Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σου που θυσιάζεσαι, παιδί μου», είπε ξερά η Ληάνε. Η έκφραση της Ηλαίην δεν άλλαξε, το πρόσωπό της όμως κοκκίνισε σαν παντζάρι· ήταν κάτι που γνώριζαν ελάχιστοι έξω απ’ αυτό το δωμάτιο, και που το αγνοούσαν οι Άες Σεντάι, όμως η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανε η Ηλαίην στο Κάεμλυν θα ήταν να ξεμοναχιάσει τον Ραντ και να τον πνίξει στα φιλιά. «Τώρα που η μητέρα σου... έχει χαθεί... αν ο Ραντ αλ’Θόρ έχει στα χέρια του εσένα και το Κάεμλυν, αυτό σημαίνει ότι έχει το Άντορ, κι η Αίθουσα, όσο περνά από τις δυνάμεις της, δεν θα του επιτρέψει να κατακτήσει μεγαλύτερο τμήμα του Άντορ, ούτε κι άλλες περιοχές. Ο Ραντ έχει στο τσεπάκι του το Δάκρυ και την Καιρχίν, και τους Αελίτες, όπως φαίνεται. Αν προσθέσεις το Άντορ, τότε το Μουράντυ κι η Αλτάρα —με μας μαζί— θα πέσουν αν κάνει την παραμικρή κίνηση. Γίνεται εξαιρετικά ισχυρός, με ταχύτατο ρυθμό. Ίσως να κρίνει ότι δεν μας χρειάζεται πια. Τώρα που η Μουαραίν είναι νεκρή, δεν έχουμε κοντά του κανένα άτομο της εμπιστοσύνης μας».