Η Νυνάβε μόρφασε όταν το άκουσε αυτό. Η Μουαραίν ήταν η Άες Σεντάι που είχε πάρει την ίδια και τον Ραντ από τους Δύο Ποταμούς κι είχε αλλάξει έτσι τη ζωή τους. Είχε πάρει από κει την ίδια και τον Ραντ και την Εγκουέν και τον Ματ και τον Πέριν. Η Νυνάβε εδώ και πολύ καιρό ήθελε να την κάνει να πληρώσει γι’ αυτό, και τώρα που την είχε χάσει ήταν σαν να έχανε ένα κομμάτι του εαυτού της. Όμως η Μουαραίν είχε πεθάνει στην Καιρχίν, παίρνοντας μαζί της τη Λανφίαρ· είχε γίνει σχεδόν θρύλος για τις Άες Σεντάι εδώ πέρα: καμία Άες Σεντάι δεν είχε σκοτώσει ποτέ Αποδιωγμένο, κι αυτή είχε σκοτώσει δύο. Το μόνο καλό που είχε βγει απ’ αυτή την ιστορία —κι η Νυνάβε ντρεπόταν που έβρισκε κάτι καλό σ’ αυτό— ήταν που τώρα ο Λαν είχε αποδεσμευθεί από Πρόμαχος της Μουαραίν. Μακάρι μόνο να τον έβρισκε κάποτε.
Η Σιουάν άρχισε να μιλά αμέσως μόλις έπαψε η Ληάνε. «Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το αγόρι να σαλπάρει χωρίς καθοδήγηση. Ποιος ξέρει τι άραγε μπορεί να κάνει; Ναι, ναι, ξέρω ότι θες να τον υπερασπιστείς, αλλά δεν θέλω να τ’ ακούσω. Προσπαθώ να ισορροπήσω ένα ζωντανό ψάρι ασημόκαρφο στη μύτη, κορίτσι μου. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να γίνει υπερβολικά ισχυρός πριν μας αποδεχθεί, αλλά όμως δεν τολμούμε να τον συγκρατήσουμε πιο πολύ απ’ όσο πρέπει. Κι εγώ προσπαθώ να πείσω τη Σέριαμ και τις άλλες ότι θα πρέπει να τον υποστηρίξουν, ενώ οι μισές Άες Σεντάι της Αίθουσας κρυφά δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μαζί του κι οι άλλες μισές στα φυλλοκάρδια τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε να ειρηνευτεί κι ας είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Εν πάση περιπτώσει, όποια κι αν είναι τα επιχειρήματά σου, σου συνιστώ να ακούσεις τη Σέριαμ. Δεν θα τους αλλάξεις γνώμη, κι η Τιάνα δεν έχει εδώ αρκετές μαθητευόμενες που να της απασχολούν το χρόνο της».
Το πρόσωπο της Ηλαίην σφίχτηκε από θυμό. Η Τιάνα Νοσέλ, μια Γκρίζα αδελφή, ήταν η Κυρά των Μαθητευομένων εδώ στο Σαλιντάρ. Οι Αποδεχθείσες είχαν μεγαλύτερο περιθώριο για παραστρατήματα πριν τις στείλουν στην Τιάνα, όμως για τον ίδιο λόγο μια επίσκεψη εκεί ήταν πάντα πηγή μεγαλύτερης ντροπής κι οδύνης. Η Τιάνα ίσως να έδειχνε κάποια καλοσύνη σε μια μαθητευόμενη, έστω και λίγη· πίστευε ότι οι Αποδεχθείσες έπρεπε να δείχνουν φρόνηση, και φρόντιζε να το νιώσουν στο πετσί τους πριν τις αφήσει να ξαναβγούν από το στενό γραφειάκι της.
Η Νυνάβε μελετούσε τη Σιουάν, και ξαφνικά κάτι της πέρασε από το νου. «Τα ήξερες όλα γι’ αυτή την.. αντιπροσωπεία, ό,τι κι αν είναι... σωστά; Εσείς οι δύο είστε στα μέσα και στα έξω με τη Σέριαμ και την κλίκα της». Μπορεί στη θεωρία η Αίθουσα να ασκούσε την εξουσία μέχρι να εκλέξουν μια Αμερλιν, όμως η Σέριαμ κι οι λίγες Άες Σεντάι που είχαν πρωτοοργανώσει τις αφίξεις στο Σαλιντάρ ήταν αυτές που είχαν πράγματι τον έλεγχο της κατάστασης. «Πόσες θα στείλουν, Σιουάν;» Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγούλα· προφανώς δεν το είχε σκεφτεί. Αυτό έδειχνε πόσο αναστατωμένη ήταν. Συνήθως έπιανε τις λεπτομέρειες που ξέφευγαν από τη Νυνάβε.
Η Σιουάν δεν αρνήθηκε τίποτα. Εφόσον είχε σιγανευτεί, τώρα μπορούσε να πει ψέματα καλύτερα κι από έμπορο μαλλιού, όμως όταν αποφάσιζε να μιλήσει καθαρά, ήταν τόσο εύκολο να την αγνοήσεις όσο κι ένα χαστούκι. «Εννέα. Αρκετές για να τιμήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα —Μα τα σπάραχνα των ψαριών! Ακόμα κι οι αντιπροσωπείες σε βασιλιάδες συνήθως έχουν το πολύ τρεις!— αλλά όχι τόσες που να τον φοβίσουν». Αν έχει μάθει αρκετά για να ξέρει τι πρέπει να τον φοβίζει».
«Να το ελπίζεις», είπε ψυχρά η Ηλαίην. «Αλλιώς, ίσως είναι οκτώ περισσότερες απ’ όσες πρέπει».
Ο επικίνδυνος αριθμός ήταν το δεκατρία. Ο Ραντ ήταν δυνατός, ίσως ο δυνατότερος άνδρας μετά το Τσάκισμα, όμως δεκατρείς συνδεμένες Άες Σεντάι μπορούσαν να τον υπερνικήσουν, να τον φράξουν από το σαϊντίν, και να τον αιχμαλωτίσουν. Δεκατρείς ήταν ο αριθμός των Άες Σεντάι που ορίζονταν για να ειρηνέψουν έναν άνδρα, αν κι η Νυνάβε είχε αρχίσει να το θεωρεί περισσότερο έθιμο παρά αναγκαιότητα. Οι Άες Σεντάι πολλά πράγματα τα έκαναν απλώς και μόνο επειδή τα έκαναν ανέκαθεν.
Το χαμόγελο της Σιουάν ήταν κάθε άλλο παρά ευχάριστο. «Γιατί άραγε δεν το σκέφτηκε κανείς άλλος αυτό; Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, κορίτσι μου! Το σκέφτηκαν κι η Σέριαμ κι η Αίθουσα. Στην αρχή θα τον πλησιάσει μονάχα μία, και μετά μόνο όσες δεν θα του προκαλέσουν δυσφορία με τον αριθμό τους. Αλλά θα ξέρει ότι πήγαν εννέα, και σίγουρα κάποιος θα του πει τι τιμή του κάνουμε».