«Κατάλαβα», είπε η Ηλαίην με πνιγμένη φωνούλα. «Έπρεπε να υπολογίζω ότι όλο και κάποια από σας θα το σκεφτόταν. Συγγνώμη». Αυτό ήταν άλλο ένα καλό που είχε. Μπορεί καμιά φορά να ήταν πεισματάρα σαν αλλήθωρο μουλάρι, όμως όταν θεωρούσε ότι έκανε λάθος, το παραδεχόταν με ευγένεια απλής χωριατοπούλας. Κάτι άκρως ασυνήθιστο για αριστοκράτισσα.
«Θα πάει κι η Μιν μαζί», είπε η Ληάνε. «Τα... χαρίσματά της ίσως φανούν χρήσιμα στον Ραντ. Φυσικά είναι κάτι που δεν το γνωρίζουν οι αδελφές. Ας φυλάξει τα μυστικά της». Λες κι αυτό ήταν το σημαντικό.
«Κατάλαβα», επανέλαβε η Ηλαίην, απότομα αυτή τη φορά. Προσπάθησε να ελαφρύνει τον τόνο της, αποτυγχάνοντας παταγωδώς. «Τέλος πάντων, βλέπω ότι έχετε δουλειά με... με τη Μάριγκαν. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Συγγνώμη, να μη σας διακόψω». Έφυγε πριν η Νυνάβε προλάβει να ανοίξει το στόμα, κι η πόρτα βρόντηξε πίσω της.
Η Νυνάβε στράφηκε θυμωμένη στη Ληάνε. «Νόμιζα ότι η Σιουάν ήταν η πιο κακιά από τις δυο σας, αλλά αυτό ήταν απάνθρωπο!»
Της απάντησε η Σιουάν. «Όταν δύο γυναίκες αγαπούν τον ίδιο άνδρα, τότε υπάρχει πρόβλημα, κι όταν ο άνδρας αυτός είναι ο Ραντ αλ’Θόρ... Μόνο το Φως ξέρει αν διατηρεί ακόμα τα λογικά του, και σε τι δρόμο θα τον ωθήσουν. Αν είναι να μαλλιοτραβηχτούν, τουλάχιστον να το κάνουν τώρα, εδώ».
Άθελά της, το χέρι της Νυνάβε βρήκε την πλεξούδα της και την τίναξε πάνω από τον ώμο της. «Έπρεπε να...» Το κακό ήταν ότι δεν είχε πολλά περιθώρια να κάνει κάτι, κι ό,τι κι αν έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα. «Θα συνεχίσουμε από κει που σταματήσαμε όταν ήρθε η Ηλαίην. Όμως, Σιουάν... Αν της ξανακάνεις κάτι τέτοιο...» ή σε μένα, σκέφτηκε, «θα μετανιώσει τη στιγμή που — Πού νομίζεις ότι πας;» Η Σιουάν είχε σπρώξει την καρέκλα πίσω, είχε σηκωθεί, και μετά από μια ματιά της η Ληάνε τη μιμήθηκε.
«Έχουμε δουλειές», είπε κοφτά η Σιουάν, ενώ ήδη πλησίαζε την πόρτα.
«Σιουάν, υποσχέθηκες να βοηθήσεις. Σου το είπε η Σέριαμ». Όχι ότι η Σέριαμ δεν συμφωνούσε με τη Σιουάν ότι ήταν σπατάλη χρόνου, όμως η Νυνάβε κι η Ηλαίην είχαν κερδίσει ορισμένες ανταμοιβές, και κάποια ανοχή. Όπως παραδείγματος χάριν το ότι είχαν τη Μάριγκαν για υπηρέτριά τους, ούτως ώστε να έχουν περισσότερο χρόνο για τα μαθήματα των Αποδεχθεισών.
Η Σιουάν την κοίταξε από την πόρτα μισογελώντας. «Θα μπορούσες να της παραπονεθείς, ε; Και να της εξηγήσεις πώς κάνεις έρευνα. Θέλω χρόνο με τη Μάριγκαν αυτό το απόγευμα· έχω μερικές ερωτήσεις ακόμα».
Καθώς η Σιουάν έφευγε, η Ληάνε είπε λυπημένα, «θα ήταν ευχάριστο, Νυνάβε, όμως πρέπει να κάνουμε αυτό που μπορούμε να κάνουμε. Για δοκίμασε τον Λογκαίν». Ύστερα χάθηκε κι αυτή.
Η Νυνάβε μούτρωσε. Εξετάζοντας τον Λογκαίν είχε μάθει ακόμα πιο λίγα απ’ όσα είχε μάθει εξετάζοντας τις δύο γυναίκες. Αμφέβαλλε αν μπορούσε πια να μάθει κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Πάντως το τελευταίο που ήθελε ήταν να Θεραπεύσει έναν ειρηνεμένο άνδρα. Επίσης, ο Λογκαίν της προκαλούσε νευρικότητα.
«Δαγκώνετε η μία την άλλη σαν ποντίκια σε κλειδωμένο κουτί», είπε η Μάριγκαν. «Όλα δείχνουν ότι δεν θα πετύχεις τίποτα ιδιαίτερο. Ίσως θα έπρεπε να εξετάσεις... άλλες λύσεις».
«Κλείσε το ρυπαρό στόμα σου!» Η Νυνάβε την αγριοκοίταξε. «Κλείσε το, που να σε κάψει το Φως!» Ακόμα έρεε φόβος μέσα από το βραχιόλι, όμως υπήρχε και κάτι ακόμα, κάτι τόσο αδύναμο που μόλις κι υπήρχε. Μια αμυδρή σπίθα ελπίδας, ίσως. «Που να σε κάψει το Φως», μουρμούρισε.
Το πραγματικό όνομα της γυναίκας δεν ήταν Μάριγκαν αλλά Μογκέντιεν. Ήταν μια Αποδιωγμένη, που είχε πιαστεί στην παγίδα εξαιτίας της υπέρμετρης υπεροψίας της και κρατείτο αιχμάλωτη ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Μόνο πέντε γυναίκες στον κόσμο το γνώριζαν, και καμιά τους δεν ήταν Άες Σεντάι, αλλά ήταν απόλυτη ανάγκη να κρατήσουν τη Μογκέντιεν στα κρυφά. Τα εγκλήματα της Αποδιωγμένης σήμαιναν ότι η εκτέλεση της ήταν σίγουρη όσο κι η ανατολή του ήλιου. Η Σιουάν συμφωνούσε· για κάθε Άες Σεντάι που θα προέτρεπε να τηρήσουν στάση αναμονής, θα υπήρχαν δέκα που θα απαιτούσαν άμεση επιβολή της δικαιοσύνης. Μαζί της στον ανώνυμο τάφο θα χάνονταν κι όλες οι γνώσεις από την Εποχή των Θρύλων, τότε που έκαναν με τη Δύναμη πράγματα ανονείρευτα σήμερα. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν πίστευε έστω και τα μισά απ’ όσα της έλεγε η γυναίκα για εκείνη την Εποχή. Το σίγουρο ήταν ότι δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά.
Δεν ήταν εύκολο να αποσπάσεις πληροφορίες από τη Μογκέντιεν· μερικές φορές ήταν σαν να Θεράπευες· η Μογκέντιεν ενδιαφερόταν μόνο για ό,τι θα προωθούσε τους σκοπούς της, κατά προτίμηση με τον πιο εύκολο τρόπο. Ήταν απίθανο ότι θα τους αποκάλυπτε την αλήθεια, όμως η Νυνάβε υποψιαζόταν ότι η Μογκέντιεν καταγινόταν με απατεωνιές ή κάτι παρόμοιο πριν τάξει την ψυχή της στον Σκοτεινό. Μερικές φορές η Νυνάβε κι η Ηλαίην δεν ήξεραν τι ερωτήσεις να κάνουν. Η Μογκέντιεν, φυσικά, σπανίως αποκάλυπτε κάτι με δική της βούληση. Έστω κι έτσι, είχαν μάθει αρκετά, και είχαν μεταφέρει τα περισσότερα από αυτά στις Άες Σεντάι. Ως αποτέλεσμα των ερευνών και των μελετών που είχαν κάνει όντας Αποδεχθείσες, βεβαίως. Είχαν κερδίσει αρκετά εύσημα.