42
Φάλμε
Η Νυνάβε έσπρωξε την Ηλαίην σ’ ένα στενάκι ανάμεσα σ’ ένα υφασματοπωλείο και σ’ ένα εργαστήρι αγγειοπλάστη, καθώς περνούσαν δυο γυναίκες συνδεμένες μ’ ένα ασημόχρωμο λουρί, κατηφορίζοντας το καλντερίμι προς το λιμάνι του Φάλμε. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν αυτές τις γυναίκες, ή να αφήσουν να τις πλησιάσουν αυτές. Ο κόσμος στο δρόμο άνοιγε χώρο γι’ αυτές τις δύο πιο γρήγορα απ’ όσο παραμέριζε για τους Σωντσάν στρατιώτες, ή για το σπάνιο παλανκίνο με τις χοντρές κουρτίνες, τώρα που έκανε παγωνιά. Ακόμα και οι καλλιτέχνες του δρόμου δεν πρότειναν να κάνουν τα πορτραίτα τους με κιμωλία ή μολύβι, αν και ενοχλούσαν όλο τον άλλο κόσμο. Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, καθώς το βλέμμα της ακολουθούσε τη σουλ’ντάμ και τη νταμέην μέσα στο πλήθος. Ακόμα και μετά από αρκετές βδομάδες στην πόλη, το θέαμα την αρρώσταινε. Ίσως τώρα την αρρώσταινε περισσότερο. Δεν φανταζόταν να το κάνει αυτό σε καμία γυναίκα, ούτε καν στη Μουαραίν ή στη Λίαντριν.
Στη Λίαντριν, μπορεί, παραδέχτηκε ξινά. Μερικά βράδια, στο μικρό, δύσοσμο δωματιάκι που νοίκιαζαν πάνω από ένα ιχθυοπωλείο, σκεφτόταν τι θα της άρεσε να κάνει στη Λίαντριν, όταν έπεφτε στα χέρια της. Στη Λίαντριν περισσότερο κι από τη Σούροθ. Αρκετές φορές είχε σοκαριστεί με τη σκληρότητά της, την ίδια στιγμή που χαιρόταν με την εφευρετικότητά της.
Προσπαθώντας να μη χάσει από το βλέμμα το ζευγάρι των γυναικών, είδε έναν κοκαλιάρη, αρκετά πιο κάτω στο δρόμο, για λίγο, πριν το πλήθος τον ξανακρύψει. Είχε δει φευγαλέα μια μεγάλη μύτη κι ένα στενό πρόσωπο. Ο κοκαλιάρης πάνω από τα ρούχα του φορούσε μια πολυτελή, μπρουτζόχρωμη βελούδινη ρόμπα, στο κόψιμο που συνήθιζαν οι Σωντσάν, αλλά της Νυνάβε της φάνηκε πως δεν ήταν Σωντσάν, αν και ο υπηρέτης που τον ακολουθούσε ήταν, και μάλιστα υπηρέτης ανώτερου βαθμού, με τον ένα κρόταφο ξυρισμένο. Οι ντόπιοι δεν είχαν μιμηθεί τη μόδα των Σωντσάν, και ειδικά τα χτενίσματα. Αυτός έμοιαζε με τον Πάνταν Φάιν, σκέφτηκε δύσπιστα. Δεν μπορεί να ήταν, και μάλιστα εδώ πέρα.
«Νυνάβε», είπε χαμηλόφωνα η Ηλαίην, «μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα; Αυτός ο τύπος που πουλάει μήλα κοιτάζει τον πάγκο του, σαν να σκέφτεται μήπως πριν είχε περισσότερα, και δεν θέλω να του έρθει η απορία τι έχω στις τσέπες μου».
Και οι δύο φορούσαν μακριά πανωφόρια, φτιαγμένα από δέρμα προβάτου, με το τρίχωμα γυρισμένο από τη μέσα μεριά και με λαμπερές κόκκινες σπείρες κεντημένες στο στήθος. Ήταν ρούχα χωρικών, αλλά όχι εκτός τόπου στο Φάλμε, όπου πολλοί είχαν έρθει από αγροκτήματα και χωριά. Ανάμεσα σε τόσους ξένους, οι δυο τους είχαν καταφέρει να μπουν και να περάσουν απαρατήρητες. Η Νυνάβε είχε λύσει την πλεξούδα της και το χρυσό δαχτυλίδι της, το ερπετό που έτρωγε την ουρά του, τώρα φώλιαζε σ’ ένα δερμάτινο κορδόνι γύρω από το λαιμό της, κάτω από το φόρεμά της, πλάι στο βαρύ δαχτυλίδι του Λαν.
Οι μεγάλες τσέπες του πανωφοριού της Ηλαίην είχαν ύποπτα εξογκώματα.
«Έκλεψες τα μήλα;» σφύριξε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, τραβώντας την Ηλαίην στον πολυσύχναστο δρόμο. «Ηλαίην, δεν είμαστε αναγκασμένες να κλέβουμε. Όχι ακόμα, δηλαδή».
«Όχι, ε; Πόσα λεφτά μας έμειναν; Τις τελευταίες μέρες λες πολύ συχνά «δεν πεινάω» την ώρα του φαγητού».
«Ε, αφού δεν πεινάω», την άρπαξε η Νυνάβε, προσπαθώντας να μη δώσει σημασία στο κενό που ένιωθε στο στομάχι της. Όλα κόστιζαν παραπάνω απ’ όσο περίμενε· είχε ακούσει τους ντόπιους να παραπονιούνται για τις τιμές, που είχαν ακριβύνει μετά τον ερχομό των Σωντσάν. «Δώσε μου ένα». Το μήλο που ψάρεψε η Ηλαίην από την τσέπη της ήταν μικρό και σκληρό, αλλά έτριξε και γέμισε το στόμα της με μια υπέροχη γλύκα όταν το δάγκωσε η Νυνάβε. Έγλειψε τους χυμούς από τα χείλη της. «Πώς κατάφερες να—» Τράβηξε απότομα τη Νυνάβε, η οποία σταμάτησε και την κοίταξε κατάματα. «Μήπως...; Μήπως...;» Δεν έβρισκε τρόπο να το πει τον κόσμο να περνά δίπλα τους ποτάμι, όμως η Ηλαίην κατάλαβε.
«Λιγουλάκι μόνο. Έριξα το σωρό με τα πεπόνια που είχαν μαλακώσει, κι όταν αυτός τα ξανάβαζε στη δέση τους...»
Η Ηλαίην δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να κοκκινίσει ή να δείξει αμηχανία, κατά τη γνώμη της Νυνάβε. Τρώγοντας αμέριμνη ένα μήλο, σήκωσε τους ώμους. «Μην με κοιτάζεις έτσι. Κοίταξα με προσοχή για να βεβαιωθώ ότι δεν υπήρχε κοντά νταμέην». Ξεφύσηξε. «Αν με κρατούσαν αιχμάλωτη, δεν θα βοηθούσα τους δεσμοφύλακες μου να βρουν και να σκλαβώσουν άλλες γυναίκες. Αν και από τον τρόπο που φέρονται οι Φαλμινοί, θα ’λεγε κανείς ότι είναι ισόβιοι υπηρέτες των Σωντσάν, αντί να είναι Θανάσιμοι εχθροί τους, όπως και θα ήταν το σωστό». Κοίταξε γύρω της, με απροκάλυπτη περιφρόνηση τους ανθρώπους που περνούσαν βιαστικά· μπορούσε κανείς να ακολουθήσει τη διαδρομή οποιουδήποτε Σωντσάν, ακόμα και απλού στρατιώτη, ακόμα και από μακριά, βλέποντας τα κύματα των υποκλίσεων. «Θα ’πρεπε να αντισταθούν. Θα ’πρεπε να πάρουν τα όπλα».