«Να ’μαι για την εβδομαδιαία επίσκεψή μου», ανακοίνωσε η Μιν, καθώς έμπαινε κι έκλεινε την πόρτα. Το κέφι της έμοιαζε λιγάκι βεβιασμένο, αλλά πάντα έκανε ό,τι μπορούσε για να ανυψώνει το ηθικό της Εγκουέν. «Πώς σου φαίνεται;» Γύρισε, δείχνοντας το σκουροπράσινο φόρεμά της που ήταν στο στυλ των Σωντσάν. Ένας βαρύς μανδύας, ασορτί με το φόρεμα, κρεμόταν από το χέρι της. Υπήρχε ακόμα και μια πράσινη κορδέλα, η οποία κρατούσε τα μελαχρινά μαλλιά της, αν και δεν είχαν μακρύνει τόσο ώστε να τη χρειάζεται. Το μαχαίρι της όμως ήταν ακόμα στη θήκη του, στη μέση της. Η Εγκουέν είχε ξαφνιαστεί, όταν η Μιν είχε έρθει για πρώτη φορά φορώντας το, αλλά φαινόταν πως οι Σωντσάν εμπιστευόταν τους πάντες. Μέχρι τη στιγμή που παραβίαζαν κάποιον κανόνα.
«Είναι ωραίο», είπε επιφυλακτικά η Εγκουέν. «Αλλά γιατί;» «Δεν πήγα με το μέρος του εχθρού, αν σκέφτεσαι αυτό. Ή θα το φορούσα, ή θα έβρισκα να μείνω αλλού, στην πόλη, και μπορεί τότε να μην μπορούσα να σε επισκεφτώ ξανά». Έκανε να καθίσει ανάποδα στην καρέκλα, σαν να φορούσε παντελόνι, κούνησε πικρόχολα κι κεφάλι, και τη γύρισε για να καθίσει. «Όλοι έχουν τη θέση τους σκι Σχήμα», παρέθεσε, «‘και το μέρος καθενός πρέπει να φανερό με την πρώτη ματιά’. Προφανώς, εκείνη η γριά καρακάξα η Μυλήν βαρέθηκε να μην ξέρει ποια είναι η θέση μου με την πρώτη ματιά και αποφάσισε ότι ήμουν αντίστοιχη με τις σερβιτόρες. Με έβαλε να διαλέξω. Πρέπει να δεις μερικά από αυτά που φοράνε οι σερβιτόρες Σωντσάν, εκείνες που υπηρετούν άρχοντες. Μπορεί να είναι διασκεδαστικά, αλλά μόνο αν ήμουν αρραβωνιασμένη, ή, ακόμα καλύτερα, παντρεμένη. Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Προς το παρόν. Η Μυλήν έκαψε το πανωφόρι και τα παντελόνια μου». Έκανε μια γκριμάτσα για να δείξει τη γνώμη της, πήρε μια πέτρα από ένα μικρό σωρό στο τραπέζι και άρχισε να την πετά από το ένα χέρι στο άλλο. «Δεν είναι και τόσο άσχημα», είπε γελώντας, «μόνο που πέρασε τόσος καιρός από τότε που φορούσα φούστα και συνεχώς σκοντάφτω».
Η Εγκουέν είχε αναγκαστεί κι αυτή να δει να καίνε τα ρούχα της, μαζί τους και το θαυμάσιο εκείνο πράσινο μεταξωτό. Αυτό την είχε κάνει να χαρεί που δεν είχε φέρει κι άλλα από τα ρούχα που της είχε δώσει η Αρχόντισσα Αμαλίζα, αν και ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ ούτε τα φορέματα, ούτε το Λευκό Πύργο. Αυτό που είχε τώρα ήταν το σκούρο γκρίζο φόρεμα που φορούσαν όλες οι νταμέην. Οι νταμέην δεν έχουν προσωπικά αντικείμενα, της είχαν εξηγήσει. Το φόρεμα που φορά η νταμέην, το φαγητό που τρώει, το κρεβάτι που κοιμάται, όλα είναι δώρα από τη σουλ’ντάμ της. Αν η σουλ’ντάμ επιλέξει να κοιμηθεί η νταμέην στο πάτωμα αντί για το κρεβάτι, ή στο στάβλο, είναι καθαρά επιλογή της σουλ’ντάμ. Η Μυλήν, η οποία ήταν υπεύθυνη για τα καταλύματα των νταμέην, είχε μονότονη, έρρινη φωνή, αλλά ήταν αυστηρή με κάθε νταμέην που δεν θυμόταν κάθε λέξη των βαρετών διαλέξεών της.
«Νομίζω πως για μένα δεν θα έχει ποτέ γυρισμό», είπε η Εγκουέν, αναστενάζοντας, καθώς σωριαζόταν στο κρεβάτι της. Έδειξε ας πέτρες στο τραπέζι. «Η Ρέννα χτες μου έκανε ένα τεστ. Κάθε φορά που τα ανακάτευε, εγώ, με δεμένα τα μάτια, έβρισκα το κομμάτι που έχει μετάλλευμα χαλκού και το άλλο με σιδηρομετάλλευμα. Τα άφησε όλα εδώ για να μου θυμίζουν το επίτευγμά μου. Φαινόταν να πιστεύει ότι αυτή η υπενθύμιση ήταν μια μορφή ανταμοιβής».
«Δεν φαίνεται χειρότερο από τα άλλα —δεν είναι τόσο άσχημο όσο το να κάνεις πράγματα να ανατινάζονται σαν πυροτεχνήματα— αλλά δεν μπορούσες να πεις ψέματα; Να της έλεγες ότι δεν ξέρεις ποιο είναι;»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνεις πώς είναι να το φοράς». Η Εγκουέν τράβηξε ελαφρά το κολάρο· αν το τραβούσε δυνατά, το αποτέλεσμα ήταν όμοιο με της διαβίβασης. «Όταν η Ρέννα φορά αυτό το βραχιόλι, ξέρει τι κάνω και τι δεν κάνω με τη Δύναμη. Μερικές φορές μοιάζει να ξέρει ακόμα κι όταν δεν το φοράω· λέει ότι μετά από λίγο οι σουλ’ντάμ αναπτύσσουν... συνάφεια, έτσι το λέει». Αναστέναξε. «Καμιά δεν σκέφτηκε άλλοτε να με δοκιμάσει σ’ αυτό. Η Γη είναι η μια από τις Πέντε Δυνάμεις που είναι δυνατότερη στους άνδρες. Όταν βρήκα αυτές τις πέτρες, με πήγε έξω από την πόλη και μπόρεσα να βρω ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο σιδήρου. Το είχαν σκεπάσει θάμνοι και δέντρα, δεν φαινόταν άνοιγμα πουθενά, αλλά, όταν κατάλαβα πώς, μπόρεσα να νιώσω το σιδηρομετάλλευμα που ήταν ακόμα στο χώμα. Δεν υπήρχε αρκετό για να συμφέρει η λειτουργία του μεταλλείου τα τελευταία εκατό χρόνια, αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί. Δεν μπορούσα να της πω ψέματα. Την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι είχα νιώσει το ορυχείο Ήταν τόσο ενθουσιασμένη, ώστε μου υποσχέθηκε πουτίγκα με το φαγητό». Ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν, από θυμό και ντροπή. «Προφανώς», είπε με πίκρα, «τώρα παραείμαι πολύτιμη για να με σπαταλούν βάζοντάς με να ανατινάζω πράγματα. Αυτό μπορούν να το κάνουν όλες οι νταμέην· μια χούφτα μόνο είναι όσες μπορούν να βρίσκουν μεταλλεύματα στο έδαφος. Φως μου, σιχαίνομαι να ανατινάζω πράγματα, αλλά μακάρι να ήταν το μόνο που μπορώ να κάνω».