Выбрать главу

Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. Το σιχαινόταν αυτό, να κάνει τη γη να εκρήγνυται και τα δέντρα να γίνονται χίλια κομμάτια· αυτά χρησιμοποιούνταν στη μάχη, για σκοτωμούς, και δεν ήθελε καμία σχέση. Αλλά ό,τι την άφηναν να κάνει οι Σωντσάν ήταν άλλη μια ευκαιρία να αγγίξει το σαϊντάρ, να νιώσει τη Δύναμη να ρέει μέσα της. Σιχαινόταν τα πράγματα που την έβαζαν να κάνει η Ρέννα και οι άλλες σουλ’ντάμ, αλλά ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να χειριστεί περισσότερη από τη Μία Δύναμη τώρα απ’ όση πριν φύγει από την Ταρ Βάλον. Ήταν βέβαιη πως μπορούσε να κάνει πράγματα μ’ αυτήν, που καμία αδελφή του Πύργο δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ· δεν είχαν σκεφτεί να ανοίξουν τη γη στα δύο για να σκοτώσουν ανθρώπους.

«Ίσως δεν χρειαστεί να ανησυχείς για πολύ ακόμα», είπε η Μιν, χαμογελώντας πλατιά. «Μας βρήκα πλοίο, Εγκουέν. Οι Σωντσάν κρατούν εδώ τον καπετάνιο, κι αυτός είναι έτοιμος να φύγει, είτε με άδεια, είτε χωρίς».

«Αν σε πάρει, Μιν, πήγαινε μαζί του», είπε η Εγκουέν κουρασμένα. «Σου είπα ότι τώρα είμαι πολύτιμη. Η Ρέννα λέει ότι σε λίγες μέρες θα στείλουν πλοίο πίσω στη Σωντσάν. Μόνο και μόνο για να πάει εμένα».

Το χαμόγελο της Μιν εξαφανίστηκε, και στάθηκαν κοιτάζοντας η μια την άλλη. Ξαφνικά η Μιν πέταξε την πέτρα που κρατούσε στις άλλες που ήταν στο τραπέζι, σκορπίζοντας τις. «Πρέπει να υπάρχει τρόπος να βγούμε από δω. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να βγάλουμε αυτό το παλιόπραμα από το λαιμό σου!»

Η Εγκουέν έγειρε το κεφάλι στον τοίχο πίσω της. «Ξέρεις ότι οι Σωντσάν μάζεψαν όσες γυναίκες βρήκαν που μπορούν να διαβιβά σουν, έστω τόσο δα. Έρχονται από παντού, όχι μόνο από το Φάλμε εδώ, αλλά από τα χωριουδάκια των ψαράδων, και από τα χωριά των αγροτών στα ενδότερα. Ταραμπονέζες και Ντομανές, επιβάτισσες σε πλοία που σταμάτησαν οι Σωντσάν. Υπάρχουν δυο Άες Σεντάι ανά μεσά τους».

«Άες Σεντάι!» αναφώνησε η Μιν. Από συνήθεια, κοίταζε γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν την είχε ακούσει καμιά Σωντσάν να προ φέρει αυτό το όνομα. «Εγκουέν, αν υπάρχουν Άες Σεντάι εδώ, μπορούν να μας βοηθήσουν. Άσε με να μιλήσω μαζί τους, καν—»

«Ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να βοηθήσουν, Μιν. Μίλησα μόνο σε μια —το όνομά της είναι Ράυμα· αν και οι σουλ’ντάμ δεν την λένε έτσι, αυτό είναι το όνομά της, και ήθελε να είναι σίγουρη ότι το ξέρω— και μου είπε ότι υπάρχει άλλη μια. Μου το είπε μέσα σε ποταμούς δακρύων. Είναι Άες Σεντάι, και έκλαιγε, Μιν! Έχει κολάρο στο λαιμό, της έχουν δώσει το όνομα Πάυρα, και είναι ανήμπορη όσο κι εγώ. Την έπιασαν όταν έπεσε το Φάλμε. Έκλαιγε, επειδή σιγά-σιγά σταματάει να το πολεμά, επειδή δεν αντέχει πια την τιμωρία. Έκλαιγε, επειδή θέλει να αυτοκτονήσει, και δεν μπορεί ούτε αυτό να κάνει δίχως άδεια. Φως μου, καταλαβαίνω πώς νιώθει!»

Η Μιν σάλεψε ταραγμένη, έσιαξε το φόρεμά της, νιώθοντας ξαφνικά νευρικότητα. «Εγκουέν, δεν θέλεις να... Εγκουέν, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ότι θα κάνεις κακό στον εαυτό σου. Θα σε βγάλω από δω, με κάποιον τρόπο, θα το δεις!»

«Δεν θα αυτοκτονήσω», είπε ξερά η Εγκουέν. «Ακόμα κι αν μπορούσα. Δώσε μου το μαχαίρι σου. Έλα. Δεν θα κάνω τίποτα κακό στον εαυτό μου. Απλώς δώσε το μου».

Η Μιν δίστασε, πριν βγάλει αργά το μαχαίρι από τη θήκη που κρεμόταν στη ζώνη της. Άπλωσε το χέρι επιφυλακτικά, προφανώς έτοιμη να ορμήξει, αν η Εγκουέν πήγαινε να κάνει τίποτα.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε να πιάσει τη λαβή. Ένα απαλό τρέμουλο διέτρεξε τους μύες του μπράτσου της. Καθώς το χέρι της έφτανε σε απόσταση μισού μέτρου από το μαχαίρι, μια κράμπα παραμόρφωσε ξαφνικά τα δάχτυλά της. Με το βλέμμα προσηλωμένο, προσπάθησε να πλησιάσει το χέρι πιο κοντά. Η κράμπα έπιασε όλο της το βραχίονα, γεμίζοντας κόμπους τους μύες ως τον ώμο. Μ’ ένα βογκητό, έγειρε πίσω, τρίβοντας το χέρι της και συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της στο ότι δεν άγγιζε το μαχαίρι. Σιγά-σιγά, ο πόνος άρχισε να λιγοστεύει.

Η Μιν την κοίταξε χωρίς να το πιστεύει. «Τι...; Δεν καταλαβαίνω».

«Οι νταμέην απαγορεύεται να αγγίξουν όπλο οποιουδήποτε είδους». Λύγισε και ίσιωσε το μπράτσο της, ένιωσε το σφίξιμο να υποχωρεί. «Ακόμα και το κρέας μας το κόβουν. Δεν θέλω να βλάψω τον εαυτό μου, αλλά δεν θα μπορούσα αν ήθελα. Ποτέ δεν αφήνουν μια νταμέην μόνη σε σημείο που θα μπορούσε να πέσει από ψηλά —αυτό το παράθυρο είναι καρφωμένο— ή να πέσει σε ποτάμι».