Выбрать главу

«Ε, αυτό είναι καλό. Εννοώ... Α, δεν ξέρω τι εννοώ. Αν μπορούσες να πηδήξεις στο ποτάμι, ίσως δραπέτευες».

Η Εγκουέν συνέχισε άτονα, σαν να μην είχε μιλήσει η άλλη. «Με εκπαιδεύουν, Μιν. Η σουλ’ντάμ και το α’ντάμ με εκπαιδεύουν. Δεν μπορώ να αγγίξω τίποτα το οποίο σκέφτομαι καν σαν όπλο. Πριν μερικές βδομάδες σκέφτηκα να χτυπήσω τη Ρέννα στο κεφάλι μ’ αυτή την κανάτα, και τρεις μέρες δεν μπορούσα να βάλω νερό για πλύσιμο. Από τη στιγμή που σκέφτηκα μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο έπρεπε να σταματήσω να σκέφτομαι ότι θα χτυπήσω τη Ρέννα με την κανάτα, αλλά και έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν θα τη χτυπούσα ποτέ, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, για να μπορέσω να ξαναγγίξω την κανάτα. Η Ρέννα κατάλαβε τι είχε συμβεί, μου είπε τι έπρεπε να κάνω, και δεν με άφηνε να πλυθώ πουθενά, παρά μόνο μ’ αυτή την κανάτα και τη λεκανίτσα. Είσαι τυχερή, που έγινε ενδιάμεσα στις επισκέψεις σου. Η Ρέννα φρόντισε να περάσω εκείνες τις μέρες ιδρώνοντας από τη στιγμή που ξυπνούσα ως τη στιγμή που αποκοιμιόμουν κατάκοπη. Προσπαθώ να τις πολεμήσω, αλλά με εκπαιδεύουν ακριβώς όπως εκπαιδεύουν την Πάυρα». Έκρυψε το στόμα με το χέρι, και βόγκηξε χαμηλόφωνα. «Το όνομά της είναι Ράυμα. Πρέπει να θυμάμαι το δικό της όνομα, όχι το όνομα που της έδωσαν. Είναι η Ράυμα, είναι του Κίτρινου Άτζα, και τις πολέμησε όσο καιρό μπορούσε, όσο σκληρά μπορούσε. Δεν είναι δικό της σφάλμα, που δεν έχει πια τη δύναμη να τις πολεμήσει άλλο. Μακάρι να ήξερα ποια είναι η άλλη αδελφή που ανέφερε η Ράυμα. Μακάρι να ήξερα το όνομά της. Να μας θυμάσαι και τις δύο, Μιν. Ράυμα, του Κίτρινου Άτζα, και Εγκουέν αλ’Βερ. Όχι η Εγκουέν η νταμέην· η Εγκουέν αλ’Βερ από το Πεδίο του Έμοντ. Θα το κάνεις;»

«Κόφ’ το!» φώναξε η Μιν. «Κόφ’ το αυτή τη στιγμή! Αν σε στείλουν στη Σωντσάν, θα είμαι εκεί μαζί σου. Αλλά δεν νομίζω να το κάνουν. Ξέρεις ότι σε έχω διαβάσει, Εγκουέν. Τα πιο πολλά δεν τα καταλαβαίνω —σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνω αυτά που διαβάζω— αλλά βλέπω πράγματα που σε συνδέουν με τον Ραντ, και τον Πέριν, και τον Ματ, και — ναι, ακόμα και με τον Γκάλαντ, που το Φως να λυπηθεί τη χαζομάρα σου. Πώς μπορεί να συμβούν αυτά, αν οι Σωντσάν σε πάρουν στην άλλη άκρη του ωκεανού;»

«Μπορεί να κατακτήσουν ολόκληρο τον κόσμο, Μιν. Αν κατακτήσουν τον κόσμο, υπάρχει περίπτωση ο Ραντ και ο Γκάλαντ και οι υπόλοιποι να καταλήξουν στη Σωντσάν».

«Όλο σαχλαμάρες είσαι!»

«Είμαι ρεαλίστρια», είπε κοφτά η Εγκουέν. «Δεν θα πάψω να πολεμώ όσο ανασαίνω, αλλά και δεν βλέπω καμία ελπίδα ότι θα βγάλω ποτέ αυτό το α’ντάμ από πάνω μου. Όπως δεν βλέπω ελπίδα να σταματήσει κανείς τους Σωντσάν. Μιν, αν αυτός ο καπετάνιος σε δεχτεί, πήγαινε μαζί του. Τουλάχιστον η μία από μας θα είναι ελεύθερη».

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Ρέννα.

Η Εγκουέν πετάχτηκε όρθια και υποκλίθηκε βαθιά, όπως έκανε και η Μιν. Το δωματιάκι έγινε ακόμα πιο μικρό με τόσες υποκλίσεις, αλλά οι Σωντσάν επέμεναν ότι το πρωτόκολλο προηγείτο της άνεσης.

«Η μέρα που την επισκέπτεσαι, ε;» είπε η Ρέννα. «Το είχα ξεχάσει. Ε, η εκπαίδευση δεν σταματά, ακόμα και τις μέρες των επισκέψεων».

Η Εγκουέν κοίταζε με προσοχή, καθώς η σουλ’ντάμ κατέβαζε το βραχιόλι, το άνοιγε, και το περνούσε στον καρπό της. Λεν μπορούσε να δει πώς γινόταν. Αν ανίχνευε με τη Μία Δύναμη, θα το έβρισκε, αλλά η Ρέννα θα το καταλάβαινε αμέσως. Όταν το βραχιόλι έκλεισε γύρω από τον καρπό της Ρέννα, στο πρόσωπο της φάνηκε μια έκφραση, που έκανε την καρδιά της Εγκουέν να παγώσει.

«Διαβίβαζες». Η φωνή της Ρέννα είχε μια απατηλή πραότητατα μάτια της πετούσαν σπίθες από το θυμό. «Ξέρεις ότι απαγορεύεται, εκτός απ’ όταν είσαι ολοκληρωμένη». Η Εγκουέν έγλειψε τα χείλη της. «Ίσως ήμουν υπερβολικά επιεικής μαζί σου. Ίσως πιστεύεις ότι επειδή τώρα είσαι πολύτιμη, θα έχεις την άδεια. Νομίζω ότι έκανα λάθος που σε άφησα να κρατήσεις το παλιό σου όνομα. Όταν ήμουν μικρή, είχα ένα γατάκι που λεγόταν Τάλι. Από τώρα και μετά, το όνομά σου θα είναι Τάλι. Φύγε τώρα, Μιν. Η επίσκεψή σου στην Τάλι τελείωσε».

Η Μιν κοντοστάθηκε, μόνο για να ρίξει μια ανήσυχη ματιά στην Εγκουέν πριν φύγει. Ό,τι κι αν έλεγε ή αν έκανε η Μιν θα ήταν μάταιο, ή θα χειροτέρευε την κατάσταση, αλλά η Εγκουέν δεν άντεξε κι έριζε μια ματιά γεμάτη λαχτάρα στην πόρτα που έκλεινε πίσω από τη φίλη της. Η Ρέννα πήρε μια καρέκλα, κοιτώντας βλοσυρά την Εγκουέν. «Πρέπει να σε τιμωρήσω αυστηρά. Θα κληθούμε και οι δύο στην Αυλή των Εννιά Φεγγαριών —εσύ γι’ αυτά που μπορείς να κάνεις· εγώ ως σουλ’ντάμ και εκπαιδεύτριά σου— και δεν θα σου επιτρέψω να με ντροπιάσεις μπροστά στα μάτια της Αυτοκράτειρας. Θα σταματήσω, όταν μου πεις πόσο αγαπάς να είσαι νταμέην και πόσο υπάκουη θα είσαι μετά απ’ αυτό. Και άκου, Τάλι. Κάνε με να πιστέψω κάθε σου λέξη».