43
Ένα Σχέδιο
Έξω, στο χαμηλοτάβανο διάδρομο, η Μιν κάρφωσε τα νύχια στις παλάμες της, όταν ακούστηκε η πρώτη διαπεραστική κραυγή από το δωμάτιο. Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα πριν μπορέσει να κρατηθεί και, όταν σταμάτησε, τα μάτια της δάκρυσαν. Φως μου, βοήθησέ με, θα κάνω τα πράγματα χειρότερα. Εγκουέν, λυπάμαι, λυπάμαι.
Νιώθοντας τελείως άχρηστη, ανασήκωσε τη φούστα της και έτρεξε, και τα ουρλιαχτά της Εγκουέν την καταδίωξαν. Δεν μπορούσε να μείνει, αλλά ένιωθε ότι ήταν δειλή που έφευγε. Μισότυφλη από τα δάκρια, βρέθηκε στο δρόμο πριν καλά-καλά το καταλάβει. Στην αρχή είχε ξεκινήσει για το δωμάτιό της, αλλά τώρα δεν μπορούσε να πάει εκεί. Δεν άντεχε τη σκέψη ότι η Εγκουέν θα πονούσε, ενώ η ίδια θα καθόταν στη ζέστη και τη σιγουριά του δωματίου της στο διπλανό κτίριο. Σκούπισε τα δάκρια από τα μάτια, έριξε το μανδύα στους ώμους της και πήρε το δρόμο. Κάθε φορά που σκούπιζε τα μάτια, κι άλλα δάκρια κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν ήταν μαθημένη να κλαίει στα φανερά, αλλά δεν ήταν μαθημένη να νιώθει τόσο ανήμπορη, τόσο άχρηστη. Δεν ήξερε πού πήγαινε, μόνο ότι έπρεπε να βρεθεί όσο μπορούσε πιο μακριά από τις κραυγές της Εγκουέν.
«Μιν!»
Η χαμηλόφωνη λέξη την ακινητοποίησε επί τόπου. Στην αρχή δεν διέκρινε ποιος την είχε φωνάξει. Σχετικά λίγοι άνθρωποι περπατούσαν στο δρόμο τόσο κοντά στο κτίριο των νταμέην. Υπήρχε κάποιος που προσπαθούσε να πείσει δυο Σωντσάν στρατιώτες να αγοράσουν το πορτραίτο που θα τους ζωγράφιζε με χρωματιστές κιμωλίες, μα οι υπόλοιποι ντόπιοι προσπαθούσαν να κάνουν γρήγορα χωρίς να μοιάζουν ότι έτρεχαν. Περνούσαν δυο σουλ’ντάμ, με τη νταμέην να τις ακολουθεί με τα μάτια χαμηλωμένα· έλεγαν για το πόσες ακόμα μαράθ’νταμέην περίμεναν να βρουν πριν σαλπάρουν. Το βλέμμα της Μιν πέρασε πάνω από τις δύο γυναίκες με τα μακριά πανωφόρια από προβιά, και μετά ξαναγύρισε έκπληκτο πάνω τους, καθώς την πλησίαζαν. «Νυνάβε; Ηλαίην;»
«Αυτοπροσώπως». Το χαμόγελο της Νυνάβε ήταν κάπως βεβιασμένο· και οι δύο γυναίκες είχαν συννεφιασμένο βλέμμα, σαν να τις έτρωγε η ανησυχία. Της Μιν της φάνηκε πως δεν είχε δει ποτέ της πιο υπέροχο θέαμα. «Αυτό το χρώμα σου πάει πολύ», συνέχισε η Νυνάβε. «Έπρεπε να βάλεις φόρεμα εδώ και πολύ καιρό. Αν κι εγώ σκεφτόμουν να πάρω παντελόνια από τότε που σε είδα να τα φοράς». Η φωνή της σκλήρυνε, όταν πλησίασε και είδε το πρόσωπο της Μιν. «Τι τρέχει;»
«Έκλαιγες», είπε η Ηλαίην. «Έπαθε τίποτα η Εγκουέν;»
Η Μιν τινάχτηκε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην κατέβαιναν από τη σκάλα που είχε έρθει και η ίδια, και έστριβαν από την άλλη μεριά, προς τους στάβλους και τις αυλές με τα άλογα. Μια άλλη γυναίκα, με τα διακριτικά του κεραυνού στο φόρεμά της, στεκόταν στην κορυφή της σκάλας και μιλούσε με κάποια που ήταν ακόμα μέσα. Η Μιν άρπαξε τις φίλες της από το χέρι και τις τράβηξε βιαστικά στο δρόμο προς το λιμάνι. «Είναι επικίνδυνο να είστε εδώ πέρα. Φως μου, είναι επικίνδυνο και μόνο που είστε στο Φάλμε. Παντού υπάρχουν νταμέην και, αν σας βρουν... Ξέρετε τι είναι οι νταμέην; Αχ, δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω».
«Φαντάζομαι όσο χαιρόμαστε εμείς που σε βλέπουμε», είπε η Νυνάβε. «Ξέρεις πού είναι η Εγκουέν; Είναι σ’ αυτά τα κτίρια; Είναι καλά;»
Η Μιν δίστασε για μια στιγμούλα πριν πει, «Υπάρχουν και χειρότερα». Καταλάβαινε ότι, αν έλεγε τι έκαναν στην Εγκουέν εκείνη τη στιγμή, η Νυνάβε μπορεί και να ορμούσε εκεί σε μια απόπειρα να το σταματήσει. Φως μου, μακάρι να έχει τελειώσει τώρα. Φως μου, κάνε την να σκύψει το πεισματάρικο το κεφάλι της, έστω μια φορά, πριν της το σπάσουν. «Όμως δεν ξέρω πώς να τη βγάλω έξω. Βρήκα έναν καπετάνιο, που ίσως να μας πάρει, αν καταφέρουμε να φτάσουμε στο πλοίο του μαζί της —δεν θα βοηθήσει αν δεν πάμε ως εκεί, και δεν μπορώ να πω ότι τον κατηγορώ— αλλά δεν έχω ιδέα πώς να κάνω».
«Πλοίο», είπε συλλογισμένα η Νυνάβε. «Σκεφτόμουν να πάμε με τα άλογα προς τα ανατολικά, αλλά πρέπει να πω ότι ανησυχούσα. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, για να γλιτώσουμε από τις περιπόλους των Σωντσάν πρέπει να φτάσουμε σχεδόν στα σύνορα του Τόμαν Χεντ, και μετά λένε ότι γίνονται μάχες στην Πεδιάδα Άλμοθ. Δεν σκέφτηκα για πλοίο. Έχουμε άλογα, και δεν έχουμε λεφτά για τα ναύλα μας. Πόσα ζητά αυτός;»
Η Μιν σήκωσε τους ώμους. «Δεν συζητήσαμε ως εκεί. Ούτε κι εμείς έχουμε λεφτά. Σκεφτόμουν ότι μπορούσα να αναβάλλω την πληρωμή για μετά την αναχώρηση. Έπειτα... ε, δεν νομίζω να πιάσει σε λιμάνι που ελέγχουν οι Σωντσάν. Όπου και να μας πετούσε, θα ήταν καλύτερα από δω. Το πρόβλημα είναι να τον πείσουμε να σαλπάρει. Αυτός θέλει, αλλά περιπολούν το λιμάνι, και δεν μπορείς να ξέρεις αν στο άλλο πλοίο υπάρχει νταμέην παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. «Δώσε μου να ’χω μια νταμέην στο κατάστρωμα», λέει, «και θα σαλπάρω την ίδια στιγμή». Μετά πιάνει και λέει για ρεύματα και μπάγκους, και ακτές που τις χτυπάει ο άνεμος. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά, όσο κάθομαι και χαμογελώ και νεύω εδώ κι εκεί, αυτός συνεχίζει να μιλάει, και σκέφτομαι ότι, άμα πάει έτσι, θα πειστεί μόνος του να σαλπάρει». Ανάσανε βαθιά, τρέμοντας· τα μάτια της την έτσουζαν πάλι. «Αλλά νομίζω ότι δεν προλαβαίνει πια να πειστεί μόνος του. Νυνάβε, θα στείλουν την Εγκουέν στη Σωντσάν, και σύντομα».