Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγούλα. «Μα, γιατί;»
«Έχει την ικανότητα να βρίσκει μεταλλεύματα», είπε η Μιν δυστυχισμένα. «Σε μερικές μέρες, έτσι είπε η Εγκουέν, και δεν νομίζω ότι μερικές μέρες φτάνουν για να πειστεί ο καπετάνιος μόνος του να σαλπάρει. Ακόμα κι αν φτάνουν, πώς θα της βγάλουμε αυτό το Σκιογέννητο κολάρο; Πώς θα τη βγάλουμε από το κτίριο;»
«Μακάρι να ήταν εδώ ο Ραντ». Η Ηλαίην αναστέναξε, και, όταν οι άλλες την κοίταζαν, κοκκίνισε και είπε, «Ε, μα έχει σπαθί. Μακάρι να είχαμε μαζί μας έναν με σπαθί. Δέκα. Εκατό».
«Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι ούτε σπαθιά, ούτε ρώμη», είπε η Νυνάβε, «αλλά μυαλά. Οι άνδρες συνήθως σκέφτονται με τις τρίχες του στέρνου τους». Άγγιξε αφηρημένα τον κόρφο της, σαν να ψηλαφούσε κάτι πάνω από το πανωφόρι. «Οι περισσότεροι έτσι κάνουν».
«Θα χρειαζόμασταν στρατό», είπε η Μιν. «Ένα μεγάλο στρατό. Απ’ ό,τι άκουσα, οι Σωντσάν υστερούσαν αριθμητικά όταν αντιμετώπισαν τους Ταραμπονέζους και τους Ντομανούς, αλλά νίκησαν εύκολα σε κάθε μάχη». Τράβηξε βιαστικά τη Νυνάβε και την Ηλαίην στην άλλη πλευρά του δρόμου, καθώς σε αυτή που ακολουθούσαν ερχόταν από πίσω τους μια νταμέην και μια σουλ’ντάμ. Ένιωσε ανακούφιση, που δεν είχε χρειαστεί να τις παρακαλέσει· κι οι άλλες δύο κοίταζαν τις συνδεμένες γυναίκες εξίσου επιφυλακτικά. «Αφού δεν έχουμε στρατό, θα πρέπει να το κάνουμε οι τρεις μας. Ελπίζω μια από σας να βρει κάτι που εγώ δεν σκέφτηκα· έστυψα το μυαλό μου, και πάντα κολλάω στο θέμα του α’ντάμ, το λουρί και το κολάρο. Οι σουλ’ντάμ δεν θέλουν να κοιτάζει καμία όταν τα ανοίγουν. Νομίζω ότι μπορώ να σας βάλω μέσα, αν βοηθά αυτό. Ή τουλάχιστον τη μια. Με περνούν για υπηρέτρια, αλλά οι επισκέπτριες μπορούν να δέχονται επισκέψεις, αρκεί να είναι στα καταλύματά τους».
Η Νυνάβε είχε σκεφτικό ύφος, αλλά το πρόσωπο της φωτίστηκε σχεδόν αμέσως, και πήρε αποφασισμένη όψη. «Μην ανησυχείς, Μιν. Έχω μερικές ιδέες. Δεν τεμπέλιαζα όσο ήμασταν εδώ. Πήγαινε με σ’ αυτόν τον καπετάνιο. Αν είναι πιο δύσκολο να τον φέρω βόλια απ’ όσο το Συμβούλιο του Χωριού όταν έχουν μουλαρώσει, θα φάω το πανωφόρι μου».
Η Ηλαίην ένευσε, χαμογελώντας πλατιά, και η Μιν ένιωσε πραγματική ελπίδα, για πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει στο Φάλμε. Για μια στιγμή, διάβασε τις αύρες των δύο γυναικών. Υπήρχε κίνδυνος, μα αυτό ήταν αναμενόμενο — και καινούργια πράγματα ανάμεσα στις εικόνες που είχε δει κι άλλοτε· μερικές φορές έτσι γινόταν. Ένα ανδρικό δαχτυλίδι από βαρύ χρυσάφι έπλεε πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε, και πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην ένα ερυθροπυρωμένο σίδερο κι ένα τσεκούρι. Ήταν σίγουρη πως σήμαιναν πως την περίμεναν μπελάδες, μα έμοιαζαν μακρινοί, κάπου στο μέλλον. Η ανάγνωση κράτησε μονάχα μια στιγμή, και μετά το μόνο που είχε μπροστά της ήταν η Ηλαίην και η Νυνάβε, που την κοίταζαν περιμένοντας.
«Είναι κάτω στο λιμάνι», είπε.
Ο κατηφορικός δρόμος γέμισε κόσμο καθώς προχωρούσαν. Πραματευτές του δρόμου στριμώχνονταν δίπλα σε εμπόρους, που είχαν έρθει με άμαξες από χωριά της ενδοχώρας και δεν θα ξανάφευγαν πριν έρθει η άνοιξη, πλανόδιοι κρατούσαν δίσκους και φώναζαν στους περαστικούς, Φαλμινοί με κεντητούς μανδύες προσπερνούσαν φτωχές οικογένειες αγροτών με βαριές προβιές. Πολλοί άνθρωποι είχαν καταφύγει εδώ, φεύγοντας από τα χωριά που ήταν στα ενδότερα. Η Μιν δεν έβρισκε νόημα σ’ αυτό —είχαν αφήσει την πιθανότητα κάποιας επίσκεψης των Σωντσάν για τη βεβαιότητα της συνεχούς παρουσίας τους— αλλά είχε μάθει τι έκαναν οι Σωντσάν όταν πρωτοέμπαιναν σ’ ένα χωριό, και δεν κατηγορούσε τους χωρικούς, που φοβούνταν μήπως ξανάρχονταν. Όλοι υποκλίνονταν όταν περνούσαν Σωντσάν, ή όταν υπηρέτες μετέφεραν στον απότομο δρόμο ένα παλανκίνο με τραβηγμένες τις κουρτίνες.
Η Μιν χάρηκε, βλέποντας ότι η Νυνάβε και η Ηλαίην ήξεραν ότι έπρεπε να υποκλιθούν. Ούτε οι γυμνόστηθοι βαστάζοι, ούτε οι αλαζόνες, αρματωμένοι στρατιώτες έδιναν σημασία στους ανθρώπους που λύγιζαν στα δύο, αλλά, αν κάποιος δεν υποκλινόταν, σίγουρα θα τραβούσε το βλέμμα τους.