Μιλούσαν λιγάκι καθώς προχωρούσαν, και η Μιν στην αρχή ξαφνιάστηκε, μαθαίνοντας ότι είχαν έρθει στην πόλη λίγες μόνο μέρες μετά από αυτήν και την Εγκουέν. Αλλά, μετά από λίγο, συμπέρανε ότι δεν ήταν παράξενο που δεν είχαν συναντηθεί, με τόσα πλήθη στους δρόμους. Δεν ήθελε να περνά πολλή ώρα μακριά από την Εγκουέν, εκτός αν χρειαζόταν· υπήρχε πάντα ο φόβος ότι θα πήγαινε για την επίσκεψη που της επέτρεπαν και θα έβρισκε ότι η Εγκουέν είχε φύγει. Και τώρα φεύγει. Εκτός αν σκεφτεί κάτι η Νυνάβε.
Στον αέρα βάρυνε η μυρωδιά της αλμύρας κατ της πίσσας, κι από πάνω οι γλάροι έκρωζαν και έκαναν κύκλους. Ανάμεσα στο πλήθος φάνηκαν και ναύτες, πολλοί ακόμα ξυπόλητοι παρά το κρύο.
Το πανδοχείο είχε μετονομαστεί βιαστικά σε Τρία Μπουμπούκια Δαμασκηνιάς, αλλά κάτω από το πρόχειρο βάψιμο φαινόταν ακόμα μέρος της λέξης «Παρατηρητής». Παρά τα πλήθη έξω, η κοινή αίθουσα δεν ήταν παρά μισογεμάτη· οι τιμές ήταν πολύ ακριβές και πολλοί δεν είχαν λεφτά για να κάθονται και να πίνουν μπύρα. Τα τζάκια που μπουμπούνιζαν στους δύο αντικριστούς τοίχους ζέσταιναν την κοινή αίθουσα, και ο χοντρός πανδοχέας ήταν με το πουκάμισο. Κοίταξε τις τρεις γυναίκες κι έσμιξε τα φρύδια, και της Μιν της φάνηκε πως μόνο το φόρεμα της των Σωντσάν τον εμπόδισε να τις διώξει. Η Νυνάβε και η Ηλαίην, με τα χωριάτικα ρούχα τους, δεν έμοιαζαν να έχουν λεφτά για ξόδεμα.
Ο άνδρας τον οποίο έψαχνε καθόταν μόνος σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, στη συνηθισμένη θέση του, μουρμουρίζοντας και πίνοντας κρασί. «Έχεις χρόνο να συζητήσουμε, Καπετάνιε Ντόμον;» του είπε.
Εκείνος σήκωσε το βλέμμα και χάιδεψε το γένι του, βλέποντας ότι δεν ήταν μόνη της. Ακόμη της φαινόταν ότι το γυμνό πάνω χείλος έδειχνε αλλόκοτο μαζί με το γένι. «Μου ’φερες λοιπόν φίλες σου για να πιουν τα λεφτά μου, ε; Τέλος πάντων, ο Σωντσάν άρχοντας αγόρασε το φορτίο μου, έτσι λεφτά υπάρχουν. Καθίστε». Η Ηλαίην τινάχτηκε, όταν ο καπετάνιος μούγκρισε δυνατά, «Πανδοχέα! Φέρε εδώ καρυκευμένο κρασί!»
«Μη σκας», της είπε η Μιν, ενώ καθόταν στην άκρη ενός από τους δύο πάγκους δίπλα στο τραπέζι. «Δεν είναι αρκούδα, απλώς μοιάζει και φέρεται έτσι». Η Ηλαίην κάθισε στην άλλη άκρη, δείχνοντας ν’ αμφιβάλλει.
«Αρκούδα, ε;» Ο Ντόμον γέλασε. «Μπορεί και να είμαι. Αλλά εσύ, κοπέλα μου; Δεν λες πια να φύγεις; Αυτό το φόρεμα μου φαίνεται ότι έχει το κόψιμο των Σωντσάν».
«Ποτέ!» είπε άγρια η Μιν, αλλά η εμφάνιση της σερβιτόρας με το αχνιστό, καρυκευμένο κρασί την έκανε να κλείσει το στόμα.
Κι ο Ντόμον ήταν εξίσου επιφυλακτικός. Περίμενε να πάρει η κοπέλα τα νομίσματα και να φύγει, πριν συνεχίσει λέγοντας, «Που να με φάει η μοίρα μου, κοπέλα μου, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Πολλοί άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι να συνεχίσουν τη ζωή τους, είτε οι άρχοντές τους είναι Σωντσάν, είτε ό,τι άλλο».
Η Νυνάβε έγειρε με τους πήχεις στο τραπέζι. «Κι εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, Καπετάνιε, αλλά χωρίς καθόλου Σωντσάν. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σκοπεύεις να σαλπάρεις σύντομα».
«Θα σάλπαρα και σήμερα, αν μπορούσα», είπε σκυθρωπά ο Ντόμον. «Κάθε δυο-τρεις μέρες εκείνος ο Τούρακ με φωνάζει να του πω ιστορίες για τα αρχαία που έχω δει. Σου μοιάζω για βάρδος; Νόμιζα ότι θα του ’λεγα μια-δυο ιστορίες και θα έφευγα, αλλά τώρα νομίζω ότι, όταν πάψω να τον διασκεδάζω, μπορεί να με αφήσει να φύγω, αλλά μπορεί και να μου κόψει το κεφάλι. Μοιάζει μαλθακός, αλλά είναι άσπλαχνος και άκαρδος».
«Μπορεί το πλοίο σου να αποφύγει τους Σωντσάν;» ρώτησε η Νυνάβε.
«Που να με φάει η μοίρα μου, αν το Αφρόνερο βγει από το λιμάνι χωρίς να το κάνει κομματάκια καμιά νταμέην, μπορεί. Αν δεν αφήσω πλοίο των Σωντσάν με νταμέην πάνω του να πλησιάσει πολύ από τη στιγμή που θα βγω στο πέλαγος. Σ’ όλη την ακτή τριγύρω υπάρχουν ρηχά νερά, και το Αφρόνερο έχει μικρό εκτόπισμα. Μπορώ να το πάω σε νερά που δεν θα ρισκάρουν οι Σωντσάν, που έχουν βαριά σκαριά. Πρέπει να προσέχουν τους ανέμους τόσο κοντά στην ακτή αυτή την εποχή, και μόλις φέρω το Αφρόνερο—»
Η Νυνάβε τον διέκοψε. «Τότε θα πάρουμε το πλοίο σου, Καπετάνιε. Θα είμαστε τέσσερις, και περιμένω να είσαι έτοιμος να σαλπάρεις μόλις ανεβούμε».
Ο Ντόμον έτριψε με το δάχτυλό του το πάνω χείλος του και κοίταξε το κρασί του. «Όσο γι’ αυτό, δεν λύθηκε το πρόβλημα πώς να το βγάλουμε από το λιμάνι. Αυτές οι νταμέην—»
«Κι αν σου πω ότι θα σαλπάρεις με κάτι καλύτερο από νταμέην;» είπε απαλά η Νυνάβε. Η Μιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια, όταν κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει η Νυνάβε.
Η Ηλαίην μουρμούρισε, σχεδόν μέσα από τα δόντια της, «Και λες εμένα να προσέχω».