Ο Ντόμον είχε μάτια μόνο για τη Νυνάβε, και το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό. «Τι εννοείς;» ψιθύρισε.
Η Νυνάβε άνοιξε το πανωφόρι της κι έψαξε στο σβέρκο της, τραβώντας τελικά ένα δερμάτινο κορδόνι που ήταν χωμένο στο φόρεμά της. Από το κορδόνι κρέμονταν δυο δαχτυλίδια. Η Μιν άφησε μια κραυγούλα, όταν είδε το ένα —ήταν το βαρύ ανδρικό δαχτυλίδι, το οποίο είχε δει όταν είχε διαβάσει τη Νυνάβε στο δρόμο— αλλά ήξερε ότι ήταν το άλλο, μικρότερο, φτιαγμένο για ένα λεπτό γυναικείο δάχτυλο, που έκανε τον Ντόμον να γουρλώσει τα μάτια. Ένα ερπετό που έτρωγε την ουρά του.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό», είπε η Νυνάβε, κάνοντας να βγάλει κι δαχτυλίδι από το κορδόνι, αλλά ο Ντόμον το έκρυψε με το χέρι του.
«Κρύψ’ το». Τα μάτια του πετιόνταν ταραγμένα δεξιά κι αριστερά· απ’ ό,τι έβλεπε η Μιν, κανένας δεν τους κοίταζε, αλλά ο Ντόμον έκανε σαν να τους έβλεπαν όλοι. «Αυτό το δαχτυλίδι είναι επικίνδυνο. Αν το δει κανείς...»
«Αρκεί να ξέρεις τι σημαίνει», είπε η Νυνάβε, τόσο γαλήνια που η Μιν τη ζήλεψε. Πήρε το κορδόνι από το χέρι του Ντόμον και το ξανάδεσε στο λαιμό της.
«Ξέρω», είπε αυτός βραχνά. «Ξέρω τι σημαίνει. Ίσως υπάρχει μια ευκαιρία, αφού εσείς... Τέσσερις, είπες; Η κοπελίτσα που της αρέσει να ακούει τη φλυαρία μου, είναι κι αυτή στις τέσσερις, νομίζω, Κι εσύ, και...» Κοίταξε την Ηλαίην και έσμιξε τα φρύδια. «Αυτό το παιδί αποκλείεται να είναι σαν — σαν εσάς».
Η Ηλαίην ανασηκώθηκε θυμωμένη, αλλά η Νυνάβε την έπιασε από το μπράτσο και χαμογέλασε στον Ντόμον για να τον μαλακώσει. «Ταξιδεύει μαζί μου, Καπετάνιε. Ίσως ξαφνιαστείς, βλέποντας τι μπορούμε να κάνουμε πριν ακόμα κερδίσουμε το δικαίωμα να φορέσουμε το δαχτυλίδι. Όταν σαλπάρουμε, θα έχεις στο πλοίο σου τρεις που θα μπορούν να πολεμήσουν τις νταμέην, αν χρειαστεί».
«Τρεις», είπε απαλά αυτός. «Υπάρχει πιθανότητα. Ίσως...» Το πρόσωπο του φωτίστηκε για μια στιγμή, αλλά, όταν τις κοίταξε, ξανασοβάρεψε. «Θα ’πρεπε να σας πάρω στο Αφρόνερο αυτή τη στιγμή και να σηκώσουμε πανιά, αλλά να με φάει η μοίρα μου, αν δεν σας πω τι σας περιμένει εδώ, και ίσως κι αν έρθετε μαζί μου. Ακούσιε με, και προσέξτε τι λέω». Ξανακοίταξε γύρω του επιφυλακτικά, μα και πάλι χαμήλωσε τη φωνή και διάλεξε τα λόγια του μι προσοχή. «Είδα τους Σωντσάν να πιάνουν μια — μια γυναίκα που φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι. Ήταν ωραία, λεπτή και μικροκαμωμένη, μ’ έναν μεγάλο Πρόμ— έναν σωματώδη τύπο μαζί της, που έδειχνε να ξέρει καλά από σπαθιά. Ένας τους πρέπει να είχε δείξει απροσεξία, επειδή οι Σωντσάν τους είχαν στήσει ενέδρα. Εκείνος ο σωματώδης έριξε έξι, επτά στρατιώτες στο χώμα, πριν σκοτωθεί κι ο ίδιος. Η — η γυναίκα... Έξι νταμέην την κύκλωσαν, βγαίνοντας ξαφνικά από τις σκιές. Νόμιζα ότι θα... έκανε κάτι —καταλαβαίνετε τι εννοώ— αλλά... δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Τη μια στιγμή έδειχνε έτοιμη να τις θερίσει όλες, αλλά μετά πήρε μια έκφραση φρίκης, και ούρλιαξε».
«Την έκοψαν από την Αληθινή Πηγή». Η Ηλαίην είχε ασπρίσει.
«Δεν έχει σημασία», είπε η Νυνάβε γαλήνια. «Δεν θα τους αφήσουμε να κάνουν το ίδιο σε μας».
«Ναι, ίσως και να γίνει όπως το λέτε. Αλλά εγώ θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Ράυμα, βοήθα με. Αυτό ούρλιαξε. Και μια από τις νταμέην έπεσε κάτω κλαίγοντας, και έβαλαν κολάρο στο λαιμό της... γυναίκας, και εγώ... εγώ το έβαλα στα πόδια». Σήκωσε τους ώμους, έτριψε τη μύτη, χαμήλωσε το βλέμμα στο κρασί του. «Είδα να πιάνουν τρεις γυναίκες, και δεν το αντέχω. Θα άφηνα την ηλικιωμένη γιαγιά μου να στέκει στην αποβάθρα για να σαλπάρω από δω, αλλά έπρεπε να σας το πω».
«Η Εγκουέν είπε ότι έχουν δυο αιχμάλωτες», είπε αργά η Μιν. «Τη Ράυμα, μια Κίτρινη· δεν ήξερε ποια ήταν η άλλη». Η Νυνάβε την κοίταξε αυστηρά, κι εκείνη έπαψε να μιλά, κοκκινίζοντας. Απ’ ό,τι έδειχνε η έκφραση του Ντόμον, η πληροφορία ότι οι Σωντσάν κρατούσαν δύο Άες Σεντάι κι όχι μία, δεν είχε βοηθήσει τα σχέδια τους.
Όμως ύστερα, ο Ντόμον κοίταξε απότομα τη Νυνάβε και μισοάδειασε το κρασί του. «Γι’ αυτό είστε εδώ; Για να ελευθερώσετε... εκείνες τις δύο; Είπατε ότι θα είστε τρεις».
«Ξέρεις ό,τι πρέπει να ξέρεις», του είπε κοφτά η Νυνάβε. «Πρέπει να είσαι έτοιμος να σαλπάρεις ανά πάσα στιγμή τις επόμενες δύο-τρεις μέρες. Θα το κάνεις, ή θα μείνεις εδώ, να δεις αν τελικά θα σου κόψουν το κεφάλι; Υπάρχουν κι άλλα πλοία, Καπετάνιε, και θέλω να κλείσω στα σίγουρα θέσεις σήμερα».
Η Μιν κράτησε την ανάσα της· κάτω από το τραπέζι, έσφιγγε τις γροθιές της.
Τελικά ο Ντόμον ένευσε. «Θα είμαι έτοιμος».
Όταν ξαναβγήκαν στο δρόμο, η Μιν ξαφνιάστηκε, βλέποντας τη Νυνάβε να γέρνει και να στηρίζεται στην πρόσοψη του πανδοχείου με το κλείσιμο της πόρτας. «Είσαι άρρωστη, Νυνάβε;» ρώτησε ανήσυχη.