Η Νυνάβε ανάσανε βαθιά, όρθωσε το κορμί, ίσιωσε το πανωφόρι της. «Σε μερικούς ανθρώπους», είπε, «πρέπει να δείχνεις βεβαιότητα. Την παραμικρή αμφιβολία να δείξεις, θα σε παρασύρουν σε κάτι που δεν θέλεις να κάνεις. Φως μου, φοβόμουν ότι θα έλεγε όχι. Ελάτε, έχουμε να καταστρώσουμε τα σχέδια μας. Υπάρχουν ακόμα κανά-δυο προβληματάκια που πρέπει να λύσουμε».
«Ελπίζω να μην σε πειράζουν τα ψάρια, Μιν», είπε η Ηλαίην.
Κανά-δυο προβληματάκια; σκέφτηκε η Μιν καθώς τις ακολουθούσε. Ήλπιζε να μην ήταν η γνωστή προσποιητή βεβαιότητα της Νυνάβε.
44
Πέντε Πηγαίνουν Καλπάζοντας
Ο Πέριν κοίταζε επιφυλακτικά τους χωρικούς, σιάζοντας με αμηχανία τον υπερβολικά κοντό μανδύα του, ο οποίος ήταν στολισμένος με κεντήματα στο στήθος και είχε μερικές τρύπες που δεν ήταν καν μπαλωμένες· αλλά κανείς δεν του έριζε δεύτερη ματιά, παρά τα αταίριαστα ρούχα του και τον πέλεκυ στο γοφό του. Ο Χούριν κάτω από το μανδύα του φορούσε πανωφόρι με γαλάζιες σπείρες στο στήθος, και ο Ματ φαρδύ παντελόνι, με μπατζάκια που μαζεύονταν άτσαλα πριν χωθούν στις μπότες του. Ήταν τα μόνα ρούχα που τους έκαναν από κείνα που είχαν βρει στο εγκαταλειμμένο χωριό. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν κι αυτό θα ερήμωνε σύντομα. Τα μισά πέτρινα σπίτια ήταν άδεια, και μπροστά στο πανδοχείο, λίγο πιο πέρα στο χωματόδρομο, στέκονταν τρεις βοϊδάμαξες με τις οικογένειες ολόγυρά τους· ήταν βαρυφορτωμένες με πράγματα που σχημάτιζαν σωρούς και τις σκέπαζαν μουσαμάδες δεμένοι με σχοινιά.
Καθώς τους έβλεπε συγκεντρωμένους εκεί να αποχαιρετούν εκείνους που έμεναν, τουλάχιστον προς το παρόν, ο Πέριν αποφάσισε ότι δεν ήταν αδιαφορία αυτό που έδειχναν οι χωρικοί για τους ταξιδιώτες· με μεγάλη προσοχή απέφευγαν να κοιτάξουν και τον ίδιο και τους άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μάθει να μην δείχνουν περιέργεια για ξένους, ακόμα και ξένους που προφανώς δεν ήταν Σωντσάν. Αυτή την εποχή, οι ξένοι στο Τόμαν Χεντ ίσως ήταν επικίνδυνοι. Είχαν συναντήσει την ίδια μελετημένη αδιαφορία και σε άλλα χωριά. Εδώ υπήρχαν περισσότερα χωριά σε απόσταση μερικών λευγών από τη θάλασσα, και το καθένα ήταν ανεξάρτητο. Ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε πριν έρθουν οι Σωντσάν.
«Λέω ότι είναι ώρα να πάμε και να πάρουμε τα άλογα», είπε ο Ματ, «πριν τους έρθει να αρχίσουν τις ερωτήσεις. Κάποια στιγμή θα το κάνουν κι αυτό».
Ο Χούριν κοίταζε ένα μεγάλο, μαυρισμένο κύκλο στο έδαφος, που σημάδευε το ξεραμένο γρασίδι του κοινού λιβαδιού. Φαινόταν φθαρμένο από τον καιρό, αλλά κανείς δεν είχε προσπαθήσει να το καθαρίσει. «Κοντά στους έξι με οκτώ μήνες πριν», μουρμούρισε, «και ακόμα βρωμά. Ολόκληρο το Συμβούλιο του Χωριού, με τις οικογένειες των μελών του. Γιατί να κάνουν τέτοιο πράγμα;»
«Ποιος ξέρει γιατί κάνουν αυτά που κάνουν;» μουρμούρισε ο Ματ. «Οι Σωντσάν δεν φαίνεται να θέλουν λόγο για να σκοτώσουν. Εγώ τουλάχιστον δεν βρίσκω κανέναν».
Ο Πέριν προσπάθησε να μην κοιτάζει το μαυρισμένο σημείο. «Χούριν, είσαι σίγουρος για τον Φάιν; Χούριν;» Από τη στιγμή που είχαν μπει στο χωριό, δύσκολα έκαναν τον Χούριν να κοιτάξει κάτι «Χούριν!»
«Τι; Α. Ο Φάιν. Ναι». Τα ρουθούνια του ανοιγόκλεισαν, κι αμέσως σούφρωσε τη μύτη. «Δεν γελιέμαι, ακόμα κι αν είναι τόσο παλιά. Μπροστά του οι Μυρντράαλ μυρίζουν σαν τριαντάφυλλο. Σίγουρα πέρασε από δω, αλλά νομίζω ότι ήταν μόνος. Πάντως δεν είχε Τρόλοκ μαζί, και, αν υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι, δεν είχαν κάνει τίποτα βρώμικο τελευταία».
Μπροστά στο πανδοχείο φάνηκε κάποια αναστάτωση, κάποια νοήματα και φωνές. Όχι για τον Πέριν και τους άλλους δύο, αλλά για κάτι που ήταν στους χαμηλούς λόφους ανατολικά του χωριού, το ο ποίο ο Πέριν δεν μπορούσε να δει.
«Μπορούμε να πάρουμε τα άλογα τώρα;» είπε ο Ματ. «Μπορεί να ’ναι Σωντσάν αυτοί που έρχονται».
Ο Πέριν ένευσε, και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος που είχαν δέσει τα άλογά τους, πίσω από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Ενώ ο Ματ και ο Χούριν χάνονταν στη γωνία, ο Πέριν κοίταξε πίσω προς το πανδοχείο και σταμάτησε έκπληκτος. Τα Τέκνα του Φωτός έμπαιναν στην πόλη, μια μεγάλη φάλαγγα.
Όρμηξε στο κατόπι των άλλων. «Λευκομανδίτες!»
Έχασαν μόνο μια στιγμή, κοιτάζοντας τον με δυσπιστία, και μετά σκαρφάλωσαν αμέσως στις σέλες τους. Προσέχοντας να κρύβονται πίσω από σπίτια, βγήκαν από το χωριό με κατεύθυνση προς τα δυτικά, παρακολουθώντας πάνω από τους ώμους τους, μήπως υπήρχαν σημάδια καταδίωξης. Ο Ίνγκταρ τους είχε πει να αποφεύγουν κάθε τι που μπορούσε να τους καθυστερήσει, και μια ανάκριση από τους Λευκομανδίτες ήταν σίγουρο ότι θα τους καθυστερούσε, ακόμα κι αν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις στους Λευκομανδίτες. Ο Πέριν παρακολουθούσε ακόμα πιο προσεκτικά από τους άλλους δύο· είχε δικούς του λόγους να μην θέλει να συναντήσει Λευκομανδίτες. Ο πέλεκυς στα χέρια μου. Φως μου, και τι δεν θα ’δινα για το αλλάξω αυτό.