Οι λόφοι με τα αραιά δένδρα δεν άργησαν να κρύψουν το χωριό, και ο Πέριν άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως τελικά να μην τους κυνηγούσαν. Τράβηξε τα χαλινάρια και έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν. Όταν σταμάτησαν, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά, στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Η ακοή του ήταν οξύτερη απ’ όσο παλιά, αλλά δεν άκουσε οπλές και ποδοβολητά.
Άπλωσε απρόθυμα με το μυαλό του, ψάχνοντας για λύκους. Τους βρήκε σχεδόν αμέσως, μια μικρή αγέλη, που ξάπλωνε για να ξεκουραστεί στο τέλος της ημέρας, στους λόφους πάνω από το χωριό, το οποίο μόλις είχαν αφήσει ο Πέριν και στ’ άλλοι. Ακολούθησαν στιγμές έκπληξης τόσο μεγάλης, που του φαινόταν πως την ένιωθε ο ίδιος· αυτοί οι λύκοι είχαν ακούσει φήμες, αλλά δεν είχαν πιστέψει ότι υπήρχαν δίποδοι που μπορούσαν να μιλήσουν στο είδος τους. Ίδρωνε όση ώρα χρειάστηκε για να συστηθεί κανονικά —στους λύκους άρεσε η τυπικότητα, όταν συναντούσαν για πρώτη φορά κάποιον— όμως τελικά κατάφερε να κάνει την ερώτηση. Δεν τους ενδιέφεραν καθόλου οι δίποδοι που δεν μπορούσαν να μιλήσουν μαζί τους, αλλά στο τέλος κατέβηκαν για να ρίξουν μια ματιά, αθέατοι για τα θαμπά βλέμματα των δίποδων.
Μετά από ώρα, άρχισαν να του έρχονται εικόνες από αυτά που έβλεπαν οι λύκοι. Άνδρες με λευκούς μανδύες είχαν γεμίσει το χωριό, τριγυρνούσαν με τα άλογα ανάμεσα στα σπίτια, έκαναν κύκλους γύρω από το χωριό, αλλά δεν έφευγαν. Ούτε και προς τα δυτικά. Οι λύκοι είπαν ότι το μόνο που μύριζαν να πηγαίνει στα δυτικά ήταν ο ίδιος και δύο άλλοι δίποδοι, μαζί με τρεις από τους ψηλούς με τα σκληρά πόδια.
Ο Πέριν διέκοψε με ευγνωμοσύνη την επαφή με τους λύκους. Κατάλαβε ότι ο Χούριν και ο Ματ τον κοίταζαν.
«Δεν μας ακολουθούν», είπε.
«Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος;» ζήτησε να μάθει ο Ματ.
«Είμαι!» φώναξε απότομα, και μετά, πιο μαλακά, «Απλώς είμαι σίγουρος».
Ο Ματ άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε, και τελικά είπε, «Ε, αν δεν έρχονται πίσω μας, λέω να γυρίσουμε στον Ίνγκταρ και να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Φάιν. Το εγχειρίδιο δεν θα μας πέσει στα χέρια, αν κάτσουμε εδώ πέρα».
«Δεν μπορούμε να ξαναβρούμε τα ίχνη τόσο κοντά στο χωριό», είπε ο Χούριν. «Ρισκάρουμε να πέσουμε πάνω στους Λευκομανδίτες. Νομίζω πως αυτό δεν θα άρεσε στον Άρχοντα Ίνγκταρ, ούτε και στη Βέριν Σεντάι».
Ο Πέριν ένευσε. «Ούτως ή άλλως θα το βρούμε σε μερικά μίλια. Αλλά να έχετε το νου σας. Δεν είμαστε πολύ μακριά από το Φάλμε. Τι να το κάνουμε που ξεφύγαμε από τους Λευκομανδίτες, άμα πέσουμε σε περίπολο των Σωντσάν».
Καθώς ξανάπαιρναν το δρόμο, αναρωτήθηκε τι να ήθελαν εκεί οι Λευκομανδίτες.
Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ κοίταξε το δρόμο του χωριού από τη σέλα του, καθώς η λεγεώνα απλωνόταν στο χωριό και το περικύκλωνε. Κάτι στον άνδρα με τις φαρδιές πλάτες που είχε χαθεί, κάτι που του κέντριζε τη μνήμη. Ναι, φυσικά. Το παλικάρι που ισχυριζόταν ότι ήταν σιδεράς. Πώς τον έλεγαν;
Ο Μπάυαρ στάθηκε μπροστά του, με το χέρι στην καρδιά. «Το χωριό είναι ασφαλές, Άρχοντα Ταξιάρχη μου».
Οι χωρικοί με τα βαριά παλτά από προβιά συνωστίζονταν ανήσυχοι, καθώς οι στρατιώτες με τους λευκούς μανδύες τους μάζευαν όλους κοντά στις παραφορτωμένες άμαξες μπροστά στο πανδοχείο. Τα παιδιά έκλαιγαν και κρέμονταν από το φουστάνι της μητέρας τους, αλλά κανένας δεν φαινόταν να αντιδρά. Οι ενήλικες κοίταζαν με μουντά βλέμματα, περιμένοντας παθητικά να γίνει ό,τι θα γινόταν. Ο Μπόρνχαλντ ήταν ευγνώμων τουλάχιστον γι’ αυτό. Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρησιμοποιήσει κάποιον για παραδειγματισμό, και δεν ήθελε καθόλου να χάσει χρόνο.
Ξεπέζεψε και έριξε τα χαλινάρια σ’ ένα Τέκνο. «Φρόνησε να φάνε οι άνδρες, Μπάυαρ. Βάλε τους αιχμαλώτους στο πανδοχείο μ’ όσο φαγητό και νερό μπορούν να κουβαλήσουν, και μετά κάρφωσε πόρτες και παντζούρια. Κάνε τους να πιστέψουν ότι θα αφήσω μερικούς άνδρες για σκοπούς, εντάξει;»
Ο Μπάυαρ άγγιξε πάλι την καρδιά του και έστριψε το άλογό του για να δώσει τις διαταγές. Ξανάρχισαν να σπρώχνουν τους χωρικούς, τώρα στο πανδοχείο με την ίσια στέγη, ενώ άλλα Τέκνα έκαναν τα σπίτια άνω-κάτω για να βρουν σφυριά και καρφιά.
Καθώς ο Μπόρνχαλντ έβλεπε τα βλοσυρά πρόσωπα που περνούσαν μπροστά του, σκέφτηκε ότι θα έκαναν δύο-τρεις μέρες μέχρι να βρει κάποιος το κουράγιο για να βγει από το πανδοχείο και να βρει ότι δεν υπήρχαν φρουροί. Μονάχα δυο-τρεις μέρες χρειαζόταν, αλλά δεν ρίσκαρε να αποκαλύψει στους Σωντσάν την παρουσία του.
Αφήνοντας πίσω του αρκετούς άνδρες για να νομίζουν οι Ιεροεξεταστές ότι ολόκληρη η λεγεώνα του ήταν ακόμα σκορπισμένη στην Πεδιάδα Άλμοθ, είχε φέρει μαζί του πάνω από χίλια Τέκνα, διασχίζοντας ολόκληρο σχεδόν το Τόμαν Χεντ, χωρίς να προκαλέσει κανέναν συναγερμό, απ’ όσο ήξερε. Οι τρεις αψιμαχίες με τους Σωντσάν είχαν τελειώσει γρήγορα. Οι Σωντσάν είχαν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν κουρελήδες, που είχαν ήδη ηττηθεί· τα Τέκνα του Φωτός ήταν μια θανάσιμη έκπληξη. Αλλά οι Σωντσάν ήξεραν να πολεμούν σαν τις ορδές του Σκοτεινού, και δεν μπορούσε να ξεχάσει τη μία αψιμαχία, που του είχε κοστίσει τις ζωές πενήντα τουλάχιστον ανδρών του. Έπειτα είχε πλησιάσει να κοιτάξει τις δύο γυναίκες, που ήταν τρυπημένες από τα βέλη, και ακόμα δεν ήξερε ποια ήταν η Άες Σεντάι.