Στο ξέφωτο του μικρού δάσους, στην κορυφή του λόφου όπου είχαν στρατοπεδεύσει, ο Ραντ έκανε ασκήσεις με το σπαθί του. Ήθελε να μην σκέφτεται. Είχε ψάξει κι αυτός με τη σειρά του μαζί με τον Χούριν για τα ίχνη του Φάιν· όλοι είχαν την ευκαιρία, κατά δυάδες και τριάδες για να μην προσελκύσουν την προσοχή, και μέχρι στιγμής δεν είχαν βρει τίποτα. Τώρα περίμεναν τον Ματ και τον Πέριν να γυρίσουν με τον μυριστή· έπρεπε να είχαν έρθει πριν ώρες.
Ο Λόιαλ διάβαζε, φυσικά, και δεν μπορούσε να πει κανείς αν το αυτί του τιναζόταν για κάτι στο βιβλίο ή για την αργοπορία της ομάδας ανίχνευσης, αλλά ο Οίνο και οι πιο πολλοί Σιναρανοί στρατιώτες κάθονταν ανήσυχοι, λάδωναν τα σπαθιά τους, ή φύλαγαν σκοπιά στα δέντρα, σαν να περίμεναν ότι, ανά πάσα στιγμή, θα εμφανίζονταν Σωντσάν. Μόνο η Βέριν έδειχνε αδιάφορη. Η Άες Σεντάι καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στη μικρή φωτιά τους, μουρμουρίζοντας μόνη της και γράφοντας στο χώμα μ’ ένα μακρύ κλαδί· κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι, τα έσβηνε όλα με το πόδι, και ξανάρχιζε από την αρχή. Όλα τα άλογα ήταν σελωμένα και έτοιμα για αναχώρηση, και εκείνα που ανήκαν στους Σιναρανούς ήταν δεμένα, το καθένα σε άλλη λόγχη καρφωμένη στο χώμα.
«Ο Ερωδιός που Βαδίζει στις Καλαμιές», είπε ο Ίνγκταρ. Καθόταν με την πλάτη σ’ ένα δέντρο, περνώντας μια ακονόπετρα πάνω-κάτω στην κόψη του σπαθιού του, και παρακολουθώντας τον Ραντ. «Κακώς ασχολείσαι μ’ αυτή τη στάση. Σε αφήνει εντελώς ακάλυπτο».
Ο Ραντ για μια στιγμή ισορρόπησε στη μύτη του ενός ποδιού, κρατώντας το σπαθί ανάποδα πάνω από το κεφάλι του, και μετά πάτησε με μια ομαλή κίνηση στο άλλο πόδι. «Ο Λαν λέει ότι είναι καλό για να αποκτήσω ισορροπία». Δεν ήταν εύκολο να κρατά την ισορροπία του. Στο κενό του φαινόταν ότι μπορούσε να ισορροπήσει σ’ ένα αγκωνάρι που κατρακυλούσε, αλλά δεν τολμούσε να περιβληθεί το κενό. Το ήθελε τόσο, που δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.
«Όταν εξασκείσαι συχνά σε κάτι, το χρησιμοποιείς δίχως να το σκεφτείς. Μ’ αυτή τη στάση μπορείς να καρφώσεις το σπαθί σου στον άλλον, αλλά εκείνος θα σε έχει πετύχει στα πλευρά. Στην ουσία τον προκαλείς. Δεν νομίζω ότι μπορώ να δω άνδρα να με αντιμετωπίζει τόσο ακάλυπτος και να μην τον χτυπήσω, έστω και ξέροντας ότι ίσως κάνει κι αυτός το ίδιο».
«Είναι μονάχα για ισορροπία, Ίνγκταρ». Ο Ραντ ταλαντεύτηκε στο ένα πόδι, και αναγκάστηκε να κατεβάσει και το άλλο για να μην πέσει. Βρόντηξε τη λεπίδα στο θηκάρι της και μάζεψε τον γκρίζο μανδύα που είχε για μεταμφίεση. Ήταν ξεφτισμένος στις άκρες και σκωροφαγωμένος, αλλά είχε επένδυση από μαλλί προβάτου και ο αέρας δυνάμωνε κι έφερνε παγωνιά από τα δυτικά. «Μακάρι να ’ρχονταν».
Σαν να ’ταν η ευχή του το σήμα, ο Ούνο μίλησε βιαστικά, χαμηλόφωνα. «Καβαλάρηδες, που να καούν, Άρχοντά μου». Ήχος μέταλλου που σερνόταν ακούστηκε, καθώς τραβούσαν τις λεπίδες τους όσοι δεν τις είχαν ήδη γυμνώσει. Μερικοί όρμηξαν κι ανέβηκαν στις σέλες, αρπάζοντας τις λόγχες τους.
Η ένταση καταλάγιασε, καθώς ο Χούριν έφερνε τους υπόλοιπους στο ξέφωτο με καλπασμό, και δυνάμωσε πάλι όταν μίλησε. «Βρήκαμε τα ίχνη, Άρχοντα Ίνγκταρ».
«Τα ακολουθήσαμε σχεδόν ως το Φάλμε», είπε ο Ματ, καθώς ξεπέζευε. Τα χλωμά μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει, σαν παρωδία υγιούς προσώπου· το δέρμα του ήταν τραβηγμένο πάνω στο κρανίο του. Οι Σιναρανοί μαζεύτηκαν ολόγυρα, ενθουσιασμένοι όσο κι αυτός. «Είναι μόνο ο Φάιν, όμως δεν υπάρχει άλλο μέρος που Θα μπορούσε να πάει. Πρέπει να έχει το εγχειρίδιο».
«Βρήκαμε και Λευκομανδίτες», είπε ο Πέριν, κατεβαίνοντας από τη σέλα. «Εκατοντάδες».
«Λευκομανδίτες;» αναφώνησε ο Ίνγκταρ, σμίγοντας τα φρύδια. «Εδώ; Ε, αν δεν μας ενοχλήσουν, δεν θα τους ενοχλήσουμε. Αν οι Σωντσάν ασχοληθούν μαζί τους, ίσως εμείς βρούμε πιο εύκολα το Κέρας». Το βλέμμα του έπεσε στη Βέριν, η οποία καθόταν δίπλα στη φωτιά. «Ξέρω τι θα μου πεις, ότι έπρεπε να σε ακούσω, Άες Σεντάι. Ο Φάιν πήγε πράγματι στο Φάλμε».
«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», είπε συμφιλιωτικά η Βέριν. «Με τους τα’βίρεν, αυτό που συμβαίνει ήταν προορισμένο να συμβεί. Ίσως το Σχήμα απαιτούσε αυτές τις παραπανίσιες μέρες. Το Σχήμα βάζει τα πάντα ακριβώς στη θέση τους, κι όταν προσπαθούμε να το αλλάξουμε, ειδικά όταν υπάρχουν και τα’βίρεν στη μέση, το υφαντό αλλάζει, για να μας ξαναβάλει στο Σχήμα όπως προοριζόμασταν». Έπεσε μια ανήσυχη σιωπή, που δεν φάνηκε να την προσέχει· συνέχισε να σχεδιάζει αμέριμνα με το κλαρί. «Τώρα, όμως, νομίζω ότι πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας. Το Σχήμα μας έφερε επιτέλους στο Φάλμε. Το Κέρας του Βαλίρ έχει μεταφερθεί στο Φάλμε».
Ο Ίνγκταρ κάθισε σταυροπόδι κοντά στη φωτιά απέναντι της. «Όταν λένε πολλοί το ίδιο πράγμα, συνήθως το πιστεύω, και οι ντόπιοι λένε ότι οι Σωντσάν δεν δείχνουν να νοιάζονται για το ποιος πάει και ποιος έρχεται από το Φάλμε. Θα πάω στην πόλη με τον Χούριν και μερικούς άλλους. Όταν ακολουθήσει τα ίχνη του Φάιν ως το Κέρας... ε, τότε θα δούμε τι θα γίνει».