45
Αρχιξιφομάχος
Ο ανατέλλων ήλιος σήκωσε τη βαθυκόκκινη κόψη του πάνω από τον ορίζοντα και έστειλε μακριές σκιές στους λιθόστρωτους δρόμους του Φάλμε που έβγαζαν στο λιμάνι. Το αεράκι από το πέλαγος λύγιζε τον καπνό στις καμινάδες από τις φωτιές, τις οποίες είχε ανάψει ο κόσμος για να μαγειρέψει πρωινό. Μόνο κάτι αγουροξυπνημένοι είχαν βγει κιόλας από τα σπίτια τους, με την ανάσα να αχνίζει στο πρωινό αγιάζι. Σε σύγκριση με τα πλήθη που θα γέμιζαν τους δρόμους σε μια ώρα, η πόλη φάνταζε σχεδόν έρημη.
Η Νυνάβε, καθισμένη σ’ ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι μπροστά σ’ ένα σιδηροπωλείο που δεν είχε ανοίξει ακόμα, έχωσε τα χέρια κάτω από τις μασχάλες για να τα ζεστάνει και επιθεώρησε το στρατό της. Η Μιν καθόταν σ’ ένα κατώφλι απέναντι, κουκουλωμένη στον Σωντσανό μανδύα της, τρώγοντας ένα μαραμένο δαμάσκηνο, και η Ηλαίην, με το παλτό από προβιά, ήταν κουλουριασμένη στο έμπα ενός στενού, λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο. Ένας μεγάλος σάκος, που τον είχαν βουτήξει από τους ντόκους, κειτόταν τακτικά διπλωμένος πλάι στη Μιν. Ο στρατός μου, σκέφτηκε βλοσυρά η Νυνάβε. Αλλά δεν υπάρχει κανείς άλλος.
Είδε μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην που ανέβαιναν το δρόμο, μια κιτρινομάλλα γυναίκα στο βραχιόλι και μια μελαχρινή στο κολάρο, που και οι δύο χασμουριόνταν νυσταγμένα. Οι λιγοστές γυναίκες που μοιράζονταν το δρόμο μαζί τους απέστρεφαν το βλέμμα και άφηναν άφθονο χώρο να περάσουν. Απ’ όσο μπορούσε να δει η Νυνάβε, ως κάτω στο λιμάνι, δεν υπήρχαν άλλοι Σωντσάν. Δεν γύρισε το κεφάλι προς την άλλη μεριά. Αντίθετα, τεντώθηκε και ανασήκωσε τους ώμους, σαν να ’θελε να τους ξεμουδιάσει από το κρύο πριν ξανακαθίσει.
Η Μιν πέταξε στο πλάι το μισοφαγωμένο δαμάσκηνό της, έριξε μια αδιάφορη ματιά στο δρόμο προς τα πάνω, και έγειρε πίσω στο πλαίσιο της πόρτας. Ο δρόμος ήταν άδειος από Σωντσάν, αλλιώς δεν θα ακουμπούσε τα χέρια στα γόνατα. Η Μιν είχε αρχίσει να τρίβει τα χέρια νευρικά, και η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην κουνιόταν με προσμονή στις μύτες των ποδιών της.
Αν μας φανερώσουν, θα τους σπάσω τα κεφάλια. Αλλά ήξερε ότι, αν τις ανακάλυπταν, αυτοί που θα αποφάσιζαν και για τις τρεις τους θα ήταν οι Σωντσάν. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν αυτό που σχεδίαζε μπορούσε να πετύχει ή όχι. Ήταν πολύ πιθανό να τις πρόδιδε η δική της αποτυχία. Σκέφτηκε αποφασιστικά για άλλη μια φορά ότι, αν συνέβαινε κάτι, θα τραβούσε με κάποιον τρόπο την προσοχή πάνω της, ενώ η Μιν και η Ηλαίην θα το έσκαγαν. Είχε πει να το βάλουν στα πόδια, αν κάτι πήγαινε στραβά, και είχε αφήσει να εννοηθεί ότι και η ίδια θα το έσκαγε. Τι θα ’κανε μετά, αυτό δεν το ήξερε. Μόνο που δεν θα τις αφήσω να με πιάσουν ζωντανή. Σε παρακαλώ, Φως μου, όχι αυτό.
Η σουλ’ντάμ και η νταμέην ανηφόρισαν το δρόμο, ώσπου βρέθηκαν περικυκλωμένες από τις τρεις γυναίκες. Καμιά δεκαριά Φαλμινοί προχωρούσαν, αφήνοντας μεγάλο πλάτος από τις συνδεμένες γυναίκες.
Η Νυνάβε μάζεψε όλο το θυμό της. Δεμένες και Λωροκρατούσες. Είχαν βάλει το βρωμερό κολάρο τους στο λαιμό της Εγκουέν, και θα το ’βαζαν και στης Ηλαίην και στο δικό της, αν μπορούσαν. Είχε βάλει τη Μιν να της πει πώς οι σουλ’ντάμ επέβαλλαν τη θέλησή τους. Ήταν σίγουρη ότι η Μιν είχε κρύψει μερικά πράγματα, τα χειρότερα, αλλά όσα είχε πει αρκούσαν για να κάνουν τη Νυνάβε έξαλλη. Μέσα σε μια στιγμή, ένα λευκό μπουμπούκι σε έναν μαύρο αγκαθωτό θάμνο άνοιξε στο φως, στο σαϊντάρ, και τη γέμισε η Μία Δύναμη. Ήξερε ότι γύρω της υπήρχε μια λάμψη, για εκείνες που μπορούσαν να τη δουν. Η χλωμή σουλ’ντάμ τινάχτηκε, και το στόμα της μελαχρινής νταμέην έμεινε ανοιχτό, αλλά η Νυνάβε δεν τους άφησε την παραμικρή ευκαιρία. Είχε διαβιβάσει μονάχα ένα ποταμάκι της Δύναμης, αλλά το τίναξε απότομα, σαν μαστίγιο που χτυπούσε κόκκο σκόνης στον αέρα.
Το ασημένιο κολάρο άνοιξε και έπεσε με κλαγγή στο λιθόστρωτο. Η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης την ίδια στιγμή που πηδούσε όρθια.
Η σουλ’ντάμ κοίταξε το πεσμένο κολάρο σαν να ήταν δηλητηριώδες φίδι. Η νταμέην ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι στο λαιμό της, αλλά, πριν η γυναίκα με το φόρεμα που είχε τα διακριτικά του κεραυνού προλάβει να σαλέψει, η νταμέην γύρισε και της έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο· τα γόνατα της σουλ’ντάμ λύγισαν και παραλίγο θα έπεφτε.
«Μπράβο σου!» φώναξε η Ηλαίην. Έτρεχε κι αυτή προς τα κει, το ίδιο και η Μιν.
Πριν φτάσουν τις δύο γυναίκες, η νταμέην κοίταξε σαστισμένη γύρω της και ύστερα άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.