«Δεν θα σε πειράξουμε!» φώναξε πίσω της η Ηλαίην. «Είμαστε φίλες σου!»
«Σιωπή!» σφύριξε η Νυνάβε. Έβγαλε μερικά κουρέλια από τις τσέπες της και τα έχωσε ανελέητα στο ανοιχτό στόμα της σουλ’ντάμ, η οποία ακόμα τρέκλιζε. Η Μιν τίναξε βιαστικά το σάκο σηκώνοντας σκόνη και τον πέρασε γύρω από το κεφάλι της σουλ’ντάμ, κουκουλώνοντας τη γυναίκα ως τη μέση. «Ήδη τραβήξαμε πολλά βλέμματα».
Ήταν αλήθεια, αλλά όχι εντελώς αλήθεια. Οι τέσσερις τους στέκονταν στον δρόμο, που άδειαζε γρήγορα, αλλά οι άνθρωποι που απομακρύνονταν απέφευγαν να τις κοιτάξουν. Η Νυνάβε βασιζόταν σ’ αυτό —ο κόσμος έβαζε τα δυνατά του να αποφεύγει ό,τι είχε σχέση με τους Σωντσάν— για να κερδίσουν μερικές στιγμές παραπάνω. Στο τέλος θα μιλούσαν, αλλά ψιθυριστά· ίσως περνούσαν ώρες μέχρι να μάθουν οι Σωντσάν ότι κάτι είχε συμβεί.
Η κουκουλωμένη γυναίκα άρχισε να παλεύει και να βγάζει πνιχτούς ήχους από το σάκο, αλλά η Νυνάβε και η Μιν την άρπαζαν και την έσυραν σε ένα κοντινό στενάκι. Το λουρί και το κολάρο σύρθηκαν στο καλντερίμι πίσω τους, κουδουνίζοντας.
«Μάζεψε το!» φώναζε η Νυνάβε στην Ηλαίην. «Δεν δαγκώνει!»
Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα, και ύστερα σήκωσε επιφυλακτικά το ασημένιο κατασκεύασμα, σαν να φοβόταν ότι όντως θα τη δάγκωνε. Η Νυνάβε ένιωσε κάποια συμπόνια, αλλά όχι πολλή· όλα εξαρτώνταν από το να κάνουν ακριβώς ό,τι είχαν σχεδιάσει.
Η σουλ’ντάμ κλωτσούσε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί, αλλά η Νυνάβε και η Μιν μαζί την ανάγκασαν να προχωρήσει, περνώντας από το στενό και βγαίνοντας σε ένα άλλο, πλατύτερο πέρασμα πίσω από τα σπίτια, και ύστερα σε άλλο στενάκι, και τελικά σε ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο υπόστεγο, που κάποτε φιλοξενούσε δυο άλογα, όπως φαινόταν από τα χωρίσματα. Λίγοι είχαν λεφτά για να διατηρούν άλογα μετά την άφιξη των Σωντσάν, και μετά από μια ολόκληρη μέρα που η Νυνάβε παρακολουθούσε το μέρος, κανείς δεν το είχε πλησιάσει. Το εσωτερικό είχε μια αίσθηση σκόνης και υγρασίας, η οποία έδειχνε εγκατάλειψη. Μόλις βρέθηκαν μέσα, η Ηλαίην πέταξε κάτω το ασημένιο λουρί και σκούπισε τα χέρια με λίγα άχυρα.
Η Νυνάβε· διαβίβασε ένα ποταμάκι ακόμα, και το βραχιόλι έπεσε στο χώμα. Η σουλ’ντάμ τσίριξε και τινάχτηκε πέρα-δώθε.
«Έτοιμες;» ρώτησε η Νυνάβε. Οι άλλες ένευσαν, και με μια κίνηση έβγαλαν το σάκο από την αιχμάλωτή τους.
Η σουλ’ντάμ φτερνίστηκε, τα γαλανά μάτια της είχαν δακρύσει από τη σκόνη, αλλά το πρόσωπο της δεν ήταν κόκκινο μόνο από το σάκο, αλλά και από θυμό. Όρμηξε προς την πόρτα, αλλά την έπιασαν με το πρώτο βήμα της. Δεν ήταν αδύναμη, αλλά αυτές ήταν τρεις, και, όταν τελείωσαν, η σουλ’ντάμ είχε μείνει μόνο με την καμιζόλα της και κειτόταν σε ένα χώρισμα, δεμένη χεροπόδαρα με γερό κορδόνι και με ένα άλλο κορδόνι να κρατά το φίμωτρο στη θέση του.
Η Μιν άγγιξε το πρησμένο χείλι της και κοίταξε τις μαλακές μπότες και το φόρεμα με τους κεραυνούς που είχαν ακουμπήσει εκεί δίπλα. «Μπορεί να σου ταιριάζουν, Νυνάβε. Δεν κάνουν ούτε σε μένα ούτε στην Ηλαίην». Η Ηλαίην έβγαζε τα άχυρα από τα μαλλιά της.
«Το βλέπω. Ούτως ή άλλως δεν ήσουν υποψήφια. Σε ξέρουν καλά.» Η Νυνάβε έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της. Τα πέταξε στο πλάι και έβαλε το φόρεμα της σουλ’ντάμ. Η Μιν βοήθησε με τα κουμπιά.
Η Νυνάβε φόρεσε τις μπότες κουνώντας τα δάχτυλα· ήταν κάπως στενές. Και το φόρεμα επίσης ήταν στενό στον κόρφο καν φαρδύ αλλού. Ο ποδόγυρος έφτανε σχεδόν ως το χώμα, πιο χαμηλά απ’ όσο συνήθιζαν οι σουλ’ντάμ, αλλά το φόρεμα θα ταίριαζε ακόμα χειρότερα στις άλλες. Έπιασε το βραχιόλι, πήρε μια βαθιά ανάσα και το έβαλε στον αριστερό καρπό της. Οι άκρες έγιναν ένα και τώρα έμοιαζε να είναι μονοκόμματο. Έδινε την αίσθηση ενός κανονικού βραχιολιού μόνο. Η Νυνάβε φοβόταν την αίσθηση αυτή.
«Φέρε το φόρεμα, Ηλαίην». Είχαν βάψει δύο φορέματα —ένα δικό της και ένα της Ηλαίην— στο γκρίζο χρώμα που φορούσαν οι νταμέην, όσο μπορούσαν να πετύχουν τη σωστή απόχρωση, και τα είχαν κρύψει εδώ. Η Ηλαίην δεν κουνήθηκε, μόνο έμεινε να κοιτάζει το ανοιχτό κολάρο, κι έγλειψε τα χείλη. «Ηλαίην, πρέπει να το φορέσεις. Είναι πολλοί που είδαν τη Μιν, δεν μπορεί να πάει. Θα το φορούσα εγώ, αν σου έκανε το φόρεμα». Σκέφτηκε πως θα τρελαινόταν, αν είχε αναγκαστεί να φορέσει το κολάρο· γι’ αυτό δεν μπορούσε τώρα να μιλήσει απότομα στην Ηλαίην.
«Το ξέρω». Η Ηλαίην αναστέναξε. «Μακάρι μόνο να ήξερα περισσότερα για το τι σου κάνει». Παραμέρισε τα κοκκινόχρυσα μαλλιά της. «Μιν, βοήθησέ με σε παρακαλώ». Η Μιν άρχισε να λύνει τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της.
Η Νυνάβε κατόρθωσε να πιάσει το ασημένιο κολάρο χωρίς να μορφάσει. «Ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε». Δίστασε μονάχα μια στιγμή, και μετά έσκυψε και το έκλεισε γύρω από το λαιμό της σουλ’ντάμ. Αν είναι να το φορέσει κάποια, αυτής της αξίζει, σκέφτηκε αποφασιστικά. «Ίσως μπορέσει να μας πει τίποτα χρήσιμο». Η γαλανομάτα κοίταξε το λουρί, που από το λαιμό της κατέληγε στον καρπό της Νυνάβε, και μετά την αγριοκοίταξε περιφρονητικά.