Выбрать главу

«Δεν δουλεύει έτσι», είπε η Μιν, αλλά η Νυνάβε σχεδόν δεν την άκουσε.

Είχε... επίγνωση... της άλλης γυναίκας, είχε επίγνωση των συναισθημάτων της, του κορδονιού, που έκοβε τους αστραγάλους της και τους καρπούς της στην πλάτη της, της αηδιαστικής ψαρίλας των κουρελιών στο στόμα της, των άχυρων, που την τρυπούσαν μέσα από το λεπτό ύφασμα της καμιζόλας της. Δεν ήταν ότι η ίδια, η Νυνάβε, ένιωθε αυτά τα πράγματα, αλλά στο κεφάλι της υπήρχε ένα σύνολο αισθήσεων, που ήξερε ότι ανήκαν στη σουλ’ντάμ.

Κατάπιε, προσπάθησε να τις αγνοήσει —δεν έφευγαν— και μίλη σε στη δεμένη γυναίκα. «Δεν θα σε πειράζω, αν απαντήσεις ειλικρινά στις ερωτήσεις μου. Δεν είμαστε Σωντσάν. Αλλά, αν μου πεις ψέματα...» Ύψωσε το λουρί απειλητικά.

Οι ώμοι της γυναίκας τραντάχτηκαν, και το στόμα της στράβωσε γύρω από το φίμωτρο με μια χλευαστική έκφραση. Η Νυνάβε άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι η σουλ’ντάμ γελούσε.

Το στόμα της σφίχτηκε, αλλά της πέρασε από το νου μια ιδέα. Ο κόμπος των συναισθημάτων στο κεφάλι της έμοιαζε να είναι ό,τι σωματικό ένιωθε η άλλη γυναίκα. Πειραματικά, προσπάθησε να προσθέσει κι άλλα.

Τα μάτια της σουλ’ντάμ ξαφνικά γούρλωσαν και άφησε μια κραυγή, που δεν πνίγηκε τελείως στο φίμωτρο. Κουνώντας τα χέρια πίσω της, σαν να προσπαθούσε να απομακρύνει κάτι, άρχισε να χτυπιέται στα άχυρα, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει.

Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και έδιωξε βιαστικά την επιπλέον αίσθηση που είχε προσθέσει. Η σουλ’ντάμ σωριάστηκε κάτω, σιγοκλαίγοντας.

«Τι... Τι... της έκανες;» ρώτησε με αχνή φωνή η Ηλαίην. Η Μιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.

Η Νυνάβε απάντησε πνιχτά, «Ό,τι σου έκανε η Σέριαμ, όταν πέταξες μια κούπα στη Μάριθ». Φως μου, είναι βρώμικο πράγμα.

Η Ηλαίην ξεροκατάπιε δυνατά. «Α».

«Μα υποτίθεται πως το α’ντάμ δεν δουλεύει έτσι», είπε η Μιν. «Ισχυρίζονται ότι δεν δουλεύει σε γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει».

«Δεν με νοιάζει πώς υποτίθεται ότι δουλεύει, αρκεί που δουλεύει». Η Νυνάβε άρπαξε το ασημένιο λουρί από το σημείο που ενωνόταν με το κολάρο, και τράβηξε την άλλη να σηκωθεί, έτσι ώστε να τη βλέπει στα μάτια. Στα φοβισμένα μάτια της, όπως φαινόταν. «Άκουσε με, άκουσέ με καλά. Θέλω απαντήσεις, και, αν δεν τις βρω, θα σε κάνω να νομίσεις ότι σου έγδαρα το τομάρι». Φρίκη φάνηκε στο πρόσωπο της γυναίκας, και η Νυνάβε ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται, καθώς συνειδητοποιούσε ότι η άλλη είχε πάρει τα λόγια της κυριολεκτικά. Αν πιστεύει ότι μπορώ, είναι επειδή το ξέρει. Να σε τι χρησιμεύουν τα λουριά. Συγκρατήθηκε για να μην βγάλει αμέσως το βραχιόλι από τον καρπό της. «Θα απαντήσεις; Ή θέλεις κι άλλο για να πειστείς;»

Η άλλη κούνησε το κεφάλι τόσο τρομαγμένα, που η απάντηση ήταν φανερή. Όταν η Νυνάβε έβγαλε το φίμωτρο, η γυναίκα ξεροκατάπιε και αμέσως άρχισε να λέει βιαστικά, «Δεν θα σε αναφέρω. Το ορκίζομαι. Μόνο βγάλ’ το από το λαιμό μου. Έχω χρυσάφι. Πάρ’ το. Ορκίζομαι, ποτέ δεν θα το πω σε κανέναν».

«Σιωπή», είπε απότομα η Νυνάβε, και η γυναίκα αμέσως έκλεισε το στόμα. «Πώς σε λένε;»

«Σέτα. Σε παρακαλώ. Θα απαντήσω, αλλά σε παρακαλώ, βγάλ’το-από-πάνω-μου! Αν δει κανείς να το φοράω...» Η Σέτα χαμήλωσε τα μάτια για να κοιτάξει το λουρί, και μετά τα έκλεισε σφιχτά. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισε.

Η Νυνάβε συνειδητοποίησε κάτι. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει την Ηλαίην να φορέσει το κολάρο.

«Καλύτερα να τελειώνουμε», είπε η Ηλαίην με σταθερή φωνή. Είχε μείνει κι αυτή με την καμιζόλα. «Μια στιγμή να φορέσω το άλλο φόρεμα, και—»

«Ξαναβάλε τα ρούχα σου», είπε η Νυνάβε.

«Κάποια πρέπει να κάνει ότι είναι νταμέην», είπε η Ηλαίην, «αλλιώς δεν θα φτάσουμε εκεί που είναι η Ηλαίην. Αυτό το φόρεμα σου ταιριάζει, και δεν μπορεί να πάει η Μιν. Αρα μένω εγώ».

«Βάλε τα ρούχα σου, είπα. Έχουμε κάποια για να είναι η Δεμένη μας». Η Νυνάβε τράβηξε το λουρί που κρατούσε τη Σέτα, και η σουλ’ντάμ άφησε μια πνιχτή κραυγή.

«Όχι! Όχι, σε παρακαλώ! Αν με δει κανείς—» Το ψυχρό βλέμμα της Νυνάβε την έκανε να σταματήσει.

«Κατά τη γνώμη μου, είσαι χειρότερη κι από δολοφόνο, χειρότερη κι από Σκοτεινόφιλο. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι χειρότερο από σένα. Μ’ αρρωσταίνει και μόνο που αναγκάζομαι να φορέσω αυτό το πράγμα στον καρπό μου, που γίνομαι σαν και σένα έστω και για μια ώρα. Μην νομίζεις λοιπόν ότι υπάρχει κάτι που δεν θ’ αντέξω να σου κάνω. Δεν θέλεις να σε δουν; Ωραία. Ούτε κι εμείς. Όμως κανείς δεν κοιτάζει ας νταμέην. Όσο σκύβεις το κεφάλι, όπως είναι αναγκασμένες να κάνουν οι Δεμένες, κανείς δεν θα σου δώσει σημασία. Αλλά βάλε τα δυνατά σου για να μην προσέξουν ούτε εμάς. Αν μας προσέξουν, σίγουρα θα σε δουν, κι αν δεν σου φτάνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι θα σε κάνω να καταραστείς το πρώτο φιλί που έδωσε η μητέρα σου στον πατέρα σου. Καταλαβαινόμαστε;»