«Ναι», είπε αχνά η Σέτα. «Το ορκίζομαι».
Η Νυνάβε έβγαλε το βραχιόλι για περάσουν το φόρεμα της Ηλαίην πάνω από το λουρί και το κεφάλι της Σέτα. Δεν ταίριαζε καλά στη γυναίκα, όντας χαλαρό στον κόρφο και σφιχτό στους γοφούς, αλλά το φόρεμα της Νυνάβε θα ήταν ακόμα χειρότερο, και κοντό επίσης. Η Νυνάβε έλπισε να ήταν αλήθεια ότι δεν κοίταζαν τις νταμέην. Ξαναφόρεσε απρόθυμα το βραχιόλι.
Η Ηλαίην μάζεψε τα ρούχα της Νυνάβε, τα τύλιξε με το άλλο βαμμένο φόρεμα και έκανε ένα μπόγο, ένα μπόγο που θα τον κουβαλούσε μια γυναίκα με ρούχα αγρότισσας, καθώς Θα ακολουθούσε μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην. «Ο Γκάγουιν δα πεθάνει από ζήλια, όταν ακούσει για όλα αυτά», είπε, και γέλασε. Το γέλιο ήχησε ψεύτικο.
Η Νυνάβε κοίταξε καλά την Ηλαίην, έπειτα τη Μιν. Ήταν ώρα για το επικίνδυνο σκέλος της επιχείρησης. «Είστε έτοιμες;»
Το χαμόγελο της Ηλαίην έσβησε. «Είμαι έτοιμη».
«Έτοιμη», είπε η Μιν κοφτά.
«Πού... με... πού πάμε;» ρώτησε η Σέτα, και πρόσθεσε αμέσως, «Αν μπορώ να ρωτήσω;»
«Στη φωλιά του λιονταριού», της είπε η Ηλαίην.
«Για να χορέψουμε με τον Σκοτεινό», είπε η Μιν.
Η Νυνάβε αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Αυτό που εννοούν είναι ότι πάμε εκεί που κρατάνε τις νταμέην και θέλουμε να ελευθερώσουμε μια απ’ αυτές».
Η Σέτα είχε ακόμα το στόμα ανοιχτό, όταν την έβγαλαν σπρώχνοντας από το υπόστεγο.
Ο Μπέυλ Ντόμον κοίταζε τον ανατέλλοντα ήλιο από το κατάστρωμα του πλοίου του. Οι ντόκοι είχαν ήδη αρχίσει να γεμίζουν κόσμο, αν και οι δρόμοι που κατέληγαν εκεί από το λιμάνι ήταν σχεδόν άδειοι. Ένας γλάρος που κούρνιαζε σε έναν πάσαλο τον κοίταξε· οι γλάροι είχαν μάτια δίχως οίκτο.
«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Γιάριν. «Αν οι Σωντσάν αναρωτηθούν τι θέλουμε όλοι στο πλοίο—»
«Κανόνισε να έχει τσεκούρι πλάι σε κάθε ρεμέτζα», του είπε απότομα ο Ντόμον. «Και κάτι άλλο, Γιάριν. Αν πάει κανείς να κόψει ρεμέτζα πριν αυτές οι γυναίκες ανέβουν πάνω, θα του ανοίξω το κρανίο στα δύο»
«Κι αν δεν έρθουν, Καπετάνιε; Αν, αντί γι’ αυτές, μας έρθουν Σωντσάν στρατιώτες;»
«Φύγε από δω, άνθρωπε μου! Αν έρθουν στρατιώτες, θα τρέξουμε στην έξοδο του λιμανιού, και το Φως να μας λυπηθεί. Αλλά, μέχρι να έρθουν στρατιώτες, εγώ θα περιμένω γι’ αυτές τις γυναίκες. Πήγαινε τώρα, και να φαίνεσαι σαν να μην κάνεις τίποτα».
Το αεράκι από το πέλαγος έφερνε στη μύτη του Ραντ τις μυρωδιές από τις φωτιές που είχε ανάψει ο κόσμος για να μαγειρέψει πρωινό, και προσπαθούσε να αρπάξει το σκωροφαγωμένο μανδύα του, αλλά ο Ραντ τον κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι, καθώς ο Κοκκινοτρίχης πλησίαζε στην πόλη. Στα ρούχα που είχαν βρει δεν υπήρχε μανδύας που να του ταιριάζει, και του φαινόταν ότι θα ήταν καλύτερο να έκρυβε τα ασημένια κεντήματα στα μανίκια και τους ερωδιούς στο κολάρο. Η στάση των Σωντσάν απέναντι στους κατακτημένους που έφεραν όπλα μπορεί να μην ίσχυε και για εκείνους που είχαν σπαθί με το σήμα του ερωδιού.
Οι πρώτες σκιές του πρωινού απλώνονταν μπροστά του. Μόλις που διέκρινε τον Χούριν, που περνούσε ανάμεσα στους περιφραγμένους χώρους όπου φυλούσαν άμαξες και άλογα. Μόνο ένας-δυο άνδρες περπατούσαν ανάμεσα στις σειρές που σχημάτιζαν οι άμαξες των εμπόρων, και είχαν τις μακριές ποδιές που φορούσαν οι αμαξουργοί και οι σιδεράδες. Ο Ίνγκταρ, ο πρώτος που θα έμπαινε, δεν φαινόταν πια. Ο Πέριν και ο Ματ ακολουθούσαν τον Ραντ, κρατώντας αποστάσεις. Δεν κοίταξε πίσω για να δει τι κάνουν. Δεν έπρεπε να φαίνεται σχέση μεταξύ τους· ήταν πέντε άνδρες που έρχονταν στο Φάλμε νωρίς το πρωί, αλλά όχι μαζί.
Γύρω του υπήρχαν χώροι για άλογα, και τα άλογα ήδη έπεφταν στους φράχτες, περιμένοντας να τα ταΐσουν. Ο Χούριν ξεπρόβαλε το κεφάλι ανάμεσα από δύο στάβλους, που οι πόρτες τους ήταν ακόμα κλειστές κι αμπαρωμένες, είδε τον Ραντ, και του έκανε νόημα να πάει πριν ξαναχαθεί. Ο Ραντ έστρεψε το άτι του προς τα κει.
Ο Χούριν στεκόταν κρατώντας το άλογό του από τα γκέμια. Φορούσε ένα μακρύ γιλέκο αντί για το παλιό του, και, παρά το χοντρό μανδύα που έκρυβε το κοντό σπαθί του και τον σπαθοσπάστη, έτρεμε από το κρύο. «Ο Άρχοντας Ίνγκταρ είναι εκεί πίσω», είπε, δείχνοντας με το κεφάλι ένα στενό πέρασμα. «Λέει να αφήσουμε τα άλογα εδώ και να κάνουμε τον υπόλοιπο δρόμο πεζή». Καθώς ο Ραντ ξεπέζευε, ο μυριστής πρόσθεσε, «Ο Φάιν πήγε ευθεία σ’ εκείνο το δρόμο, Άρχοντα Ραντ. Σχεδόν μπορώ να το μυρίσω από δω».