Ο Ραντ οδήγησε τον Κοκκινοτρίχη εκεί που ο Ίνγκταρ είχε ήδη δέσει το δικό του άλογο πίσω από το στάβλο. Ο Σιναρανός δεν έμοιαζε με άρχοντα, με την τρύπια προβιά που φορούσε, και το σπαθί, ζωσμένο από πάνω της, φαινόταν αλλόκοτο. Τα μάτια του έκαιγαν.
Ο Ραντ έδεσε τον Κοκκινοτρίχη κοντά στο άλογο του Ίνγκταρ και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει για τα σακίδιά του. Δεν είχε μπορέσει να αφήσει το λάβαρο πίσω. Δεν πίστευε ότι θα τα έψαχναν οι στρατιώτες, αλλά δεν μπορούσε να πει το ίδιο για τη Βέριν, ούτε και μπορούσε να προβλέψει τι θα έκανε, αν έβρισκε το λάβαρο. Θα ένιωθε ανήσυχα όμως, αν το είχε μαζί του. Αποφάσισε να αφήσει τα σακίδια δεμένα πίσω από τη σέλα του.
Ήρθε και ο Ματ, και μερικές στιγμές μετά πλησίασε ο Χούριν με τον Πέριν. Ο Ματ φορούσε φαρδύ παντελόνι, με τα μπατζάκια χωμένα στις μπότες, και ο Πέριν τον κοντό μανδύα του. Του Ραντ του φαινόταν ότι έμοιαζαν με αιμοβόρους ζητιάνους, αλλά είχαν περάσει απαρατήρητοι στα χωριά.
«Λοιπόν», είπε ο Ίνγκταρ. «Για να δούμε τι γίνεται».
Βγήκαν στο χωματόδρομο, σαν να μην είχαν στο νου τους ιδιαίτερο προορισμό, μιλώντας αναμεταξύ τους, και προσπέρασαν τους χώρους με τις άμαξες, καταλήγοντας σε κατηφορικούς λιθόστρωτους δρόμους. Ο Ραντ δεν ήξερε τι έλεγε και ο ίδιος, πόσο μάλλον οι άλλοι. Το σχέδιο του Ίνγκταρ ήταν να μοιάζουν με οποιαδήποτε ομάδα ανδρών που περπατούν μαζί, όμως ελάχιστοι άνθρωποι ήταν έξω από τα σπίτια τους. Τώρα το πρωί, στους κρύους δρόμους, πέντε άνδρες ήταν ολόκληρο πλήθος.
Περπατούσαν παρέα, αλλά τους οδηγούσε ο Χούριν, μυρίζοντας τον αέρα και στρίβοντας πότε στον ένα δρόμο και πότε στον άλλο. Οι άλλοι έστριβαν μαζί του, σαν να είχαν εξαρχής αυτό το σκοπό. «Έχει περάσει σταυρωτά όλη την πόλη», μουρμούρισε ο Χούριν, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Η μυρωδιά του είναι πανιού, και τόσο που βρωμάει δύσκολα καταλαβαίνω την παλιά από την καινούργια. Τουλάχιστον ξέρω ότι είναι ακόμα εδώ. Μερικά χνάρια μάλλον είναι, το πολύ, μιας-δυο ημερών. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», πρόσθεσε, με λιγότερη αβεβαιότητα.
Κι άλλοι άνθρωποι άρχισαν να εμφανίζονται, εδώ ένας έμπορος φρούτων ο οποίος έστηνε την πραμάτεια του σε πάγκους, εκεί κάποιος που έτρεχε με περγαμηνές κουλουριασμένες κάτω από τη μασχάλη και καβαλέτο κρεμασμένο στην πλάτη, πιο πέρα ένας ακονιστής που λάδωνε τον άξονα της ακονόπετρας στον τροχό του. Δυο γυναίκες τους πέρασαν, πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση· η μια είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και ένα ασημένιο κολάρο ήταν περασμένο στο λαιμό της, η άλλη κρατούσε ένα κουλουριασμένο ασημένιο λουρί και φορούσε ένα φόρεμα με κεραυνούς.
Του Ραντ του κόπηκε η ανάσα· με μεγάλη δυσκολία δεν γύρισε να τις κοιτάξει.
«Αυτή ήταν...;» Τα μάτια του Ματ ήταν διάπλατα ανοιχτά και κοίταζαν βαθιά από τις κόγχες τους. «Αυτή ήταν νταμέην;»
«Έτσι τις περιέγραψαν», είπε απότομα ο Ίνγκταρ. «Χούριν, θα πάρουμε ένα-ένα όλα τα στενά σ’ αυτή την Σκιοκατάρατη πόλη;»
«Έχει πάει πανιού, Άρχοντα Ίνγκταρ», είπε ο Χούριν. «Η βρώμα του είναι παντού». Είχαν φτάσει σε μια περιοχή που τα πέτρινα σπίτια είχαν και δυο και τρεις ορόφους κι ήταν μεγάλα σαν πανδοχεία.
Έστριψαν μια γωνία και ο Ραντ ξαφνιάστηκε μπροστά στο θέαμα των είκοσι περίπου Σωντσάν στρατιωτών, που στέκονταν φρουροί μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι — και των δύο γυναικών με φορέματα με το σήμα του κεραυνού, οι οποίες μιλούσαν στα σκαλιά του απέναντι σπιτιού. Ένα λάβαρο κυμάτιζε στον άνεμο πάνω από το σπίτι που προστάτευαν οι στρατιώτες· έδειχνε ένα χρυσό γεράκι που έσφιγγε κεραυνούς. Δεν υπήρχε τίποτα που να ξεχωρίζει το σπίτι όπου μιλούσαν οι γυναίκες, εκτός από την παρουσία τους. Ο αξιωματικός είχε λαμπρή αρματωσιά με κόκκινα και μαύρα και χρυσά χρώματα, και το κράνος του ήταν επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο για να μοιάζει με κεφάλι αράχνης. Μετά ο Ραντ είδε τις δύο μεγάλες μορφές με το σκληρό πετσί, που ζάρωναν ανάμεσα στους στρατιώτες, και παραλίγο θα σκόνταφτε.
Γκρολμ. Δεν θα μπέρδευε με άλλο πράγμα εκείνα τα τριγωνικά κεφάλια, που είχαν τρία μάτια. Δεν μπορεί να είναι εδώ. Ίσως κοιμόταν, κι όλα αυτά ήταν εφιάλτης. Μπορεί να μην φύγαμε ακόμα για το Φάλμε.
Οι άλλοι είχαν καρφώσει το βλέμμα στα θηρία, καθώς περνούσαν από το φρουρούμενο σπίτι.
«Για τ’ όνομα του Φωτός, τι ήταν αυτά;» ρώτησε ο Ματ.
Τα μάτια του Χούριν έμοιαζαν μεγάλα σαν το πρόσωπο του. «Άρχοντα Ραντ, είναι... Αυτά είναι τα...»
«Δεν έχει σημασία», είπε ο Ραντ. Μετά από μια στιγμή, ο Χούριν ένευσε.