«Μη φωνάζεις», είπε ο Πέριν μορφάζοντας. «Ακόμα δεν τα βγάλαμε από δω». Τα δάκτυλά του ανοιγόκλειναν στη λαβή του πέλεκυ· έμοιαζαν σαν να προτιμούσαν να κρατούσαν κάτι άλλο.
«Το Κέρας του Βαλίρ». Υπήρχε μεγάλο δέος στη φωνή του Ίνγκταρ. Άγγιξε διστακτικά το Κέρας, διατρέχοντας με το δάχτυλό του την ασημένια γραφή που ήταν χαραγμένη γύρω από το άνοιγμα, μεταφράζοντάς την με τα χείλη του να σαλεύουν σιωπηλά, και ύστερα τράβηξε το χέρι μ’ ένα ρίγος έξαψης. «Αυτό είναι. Μα το Φως, αυτό είναι! Σώθηκα».
Ο Χούριν μετακινούσε τα χωρίσματα που έκρυβαν τα παράθυρα. Παραμέρισε και το τελευταίο και κοίταζε στο δρόμο από κάτω. «Οι στρατιώτες είναι ακόμα εκεί, λες και ρίζωσαν». Ανατρίχιασε. «Κι εκείνα τα... πλάσματα».
Ο Ραντ τον πλησίασε. Τα δυο θηρία ήταν γκρολμ· δεν μπορούσε να το αρνηθεί άλλο. «Πως τα...» Καθώς έπαιρνε το βλέμμα από το δρόμο, τα λόγια ξεψύχησαν στο στόμα του. Κοίταζε πέρα από έναν τοίχο, τον κήπο ενός από τα μεγάλα σπίτια στην άλλη μεριά του δρόμου. Μπορούσε να δει τα σημάδια από άλλους τοίχους που είχαν γκρεμιστεί, ενώνοντάς τον με τους διπλανούς κήπους. Εκεί υπήρχαν γυναίκες, οι οποίες κάθονταν σε πάγκους ή έκαναν βόλτες στα δρομάκια, πάντα ζευγαρωτά. Γυναίκες συνδεμένες με ασημένια λουριά, από λαιμό σε καρπό. Μια από τις γυναίκες που φορούσε κολάρο στο λαιμό σήκωσε το βλέμμα. Ήταν αρκετά μακριά και δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της καθαρά, αλλά οι ματιές τους αντάμωσαν και ο Ραντ κατάλαβε ποια ήταν. Το πρόσωπό του άσπρισε. «Η Εγκουέν», είπε απαλά.
«Τι λες τώρα;» είπε ο Ματ. «Η Εγκουέν είναι σώα και ασφαλής στην Ταρ Βάλον. Μακάρι να ’μουν κι εγώ εκεί».
«Εδώ είναι», είπε ο Ραντ. Οι δύο γυναίκες γυρνούσαν, και κατευθύνονταν προς ένα από τα κτίρια στην άλλη πλευρά των ενωμένων κήπων. «Είναι εκεί, πέρα από το δρόμο απέναντι. Αχ, Φως μου, φοράει κολάρο!»
«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Πέριν. Ήρθε να κοιτάξει κι αυτός από το παράθυρο. «Δεν τη βλέπω, Ραντ. Και — και θα την αναγνώριζα, ακόμα και από τόσο μακριά».
«Είμαι σίγουρος», είπε ο Ραντ. Οι δυο γυναίκες μπήκαν σ’ ένα από τα σπίτια που είχαν πρόσοψη στον παραδίπλα δρόμο. Το στομάχι του είχε γίνει κόμπος. Μα ήταν μακριά από κάθε κίνδυνο. Κανονικά έπρεπε να είναι στην Ταρ Βάλον. «Πρέπει να τη βγάλω από κει. Εσείς θα—»
«Έτσι λοιπόν!» Η συρτή φωνή ήταν απαλή, σαν τον ήχο από τις πόρτες που γλιστρούσαν στο πάτωμα. «Δεν είστε αυτό που περίμενα».
Για μια σύντομη στιγμή, ο Ραντ στάθηκε, κοιτάζοντάς τον. Ο ψηλός άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι που είχε μπει στο δωμάτιο φορούσε μια μακριά, γαλάζια ρόμπα, που κρεμόταν πίσω του, και τα νύχια του ήταν τόσο μακριά, που ο Ραντ αναρωτήθηκε αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Οι δυο άνδρες, οι οποίοι στεκόταν πειθήνιοι πίσω του, είχαν μόνο το μισό κεφάλι ξυρισμένο, ενώ τα υπόλοιπα μαλλιά σχημάτιζαν μελαχρινή κοτσίδα, που έπεφτε στο δεξί τους μάγουλο. Ο ένας από τους δύο κρατούσε αγκαλιά ένα θηκαρωμένο σπαθί.
Είδε ότι πρόλαβε να δει μέσα σε κείνη τη στιγμή, και ύστερα τα χωρίσματα έπεσαν, φανερώνοντας, σε αντικριστούς τοίχους του δωματίου, πόρτες, όπου στέκονταν τέσσερις ή πέντε Σωντσάν στρατιώτες, δίχως κράνη, αλλά αρματωμένοι, με τα σπαθιά στα χέρια.
«Βρίσκεστε ενώπιον του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ», άρχισε να λέει εκείνος που κουβαλούσε το σπαθί, κοιτάζοντας αγριεμένα τον Ραντ και τους άλλους, αλλά μια φευγαλέα κίνηση ενός μακριού νυχιού με γαλάζιο βερνίκι τον έκανε να σωπάσει. Ο άλλος υπηρέτης προχώρησε μπροστά με μια υπόκλιση και άρχισε να βγάζει τη ρόμπα του Τούρακ.
«Όταν βρέθηκε νεκρός ένας από τους φρουρούς μου», είπε γαλήνια ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι, «υποψιάστηκα τον άνδρα που αυτοαποκαλείται Φάιν. Τον έβλεπα με καχυποψία από τότε που ο Χούαν πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες, και ανέκαθεν ήθελε το Εγχειρίδιο». Άπλωσε τα χέρια, για να του βγάλει ο υπηρέτης τη ρόμπα. Παρά την απαλή, σχεδόν τραγουδιστή φωνή του, σκληροί μύες φούσκωναν στα μπράτσα και στο άτριχο στήθος του, που ήταν γυμνό· ένα φαρδύ γαλάζιο ζωνάρι συγκρατούσε το φαρδύ, λευκό παντελόνι του, που έμοιαζε να αποτελείται από εκατοντάδες πτυχές. Φαινόταν αφηρημένος, και έδειχνε να αδιαφορεί για τις λεπίδες που κρατούσαν. «Και τώρα βρίσκω ξένους, που κρατούν όχι μόνο το εγχειρίδιο, αλλά και το Κέρας. Θα νιώσω ευχαρίστηση, σκοτώνοντας έναν-δυο από σας αυτό το πρωί. Όσοι επιζήσουν θα μου πουν ποιοι είστε και τι θέλατε». Άπλωσε το χέρι του χωρίς να κοιτάξει —ο άνδρας με το θηκαρωμένο σπαθί του έδωσε τη λαβή στο χέρι— και τράβηξε τη βαριά, κυρτή λεπίδα. «Δεν θα ’θελα να πάθει τίποτα το Κέρας».
Ο Τούρακ δεν έκανε κανένα νόημα, αλλά ένας στρατιώτης διέσχισε το δωμάτιο και άπλωσε το χέρι για να του δώσουν το Κέρας. Ο Ραντ δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή όχι. Ο στρατιώτης φορούσε πανοπλία, αλλά το αλαζονικό πρόσωπό του έδειχνε εξίσου αδιάφορο για τα όπλα τους όσο και του Τούρακ.