Ο Ματ έδωσε τέλος σ’ αυτά. Καθώς ο Σωντσάν άπλωνε το χέρι του, ο Ματ το έκοψε με το εγχειρίδιο. Με μια βρισιά, ο στρατιώτης πήδηξε πίσω, δείχνοντας ξαφνιασμένος. Και μετά ούρλιαξε. Το δωμάτιο πάγωσε, όλοι στάθηκαν κοιτάζοντας έκπληκτοι. Το τρεμάμενο χέρι που ύψωσε μπροστά στα μάτια του γινόταν μαύρο, και η μαυρίλα σερνόταν προς τα πάνω από τη ματωμένη χαρακιά στην παλάμη του. Άνοιξε διάπλατα το στόμα και τσίριζε, σφίγγοντας το χέρι του, τον ώμο του. Κλωτσώντας, τρέμοντας με σπασμούς, έπεσε στο πάτωμα, σπαρταρώντας στο μεταξωτό χαλί, ουρλιάζοντας, καθώς το πρόσωπό του μαύριζε και τα μαύρα μάτια του φούσκωναν σαν ώριμα δαμάσκηνα, ώσπου η σκούρα, πρησμένη γλώσσα του έφραξε το στόμα. Συσπάστηκε καθώς πνιγόταν, οι φτέρνες του χτύπησαν το πάτωμα, και έπαψε να σαλεύει. Η σάρκα του, που ξεπρόβαλλε από την αρματωσιά, ήταν μαύρη σαν δύσοσμη πίσσα και έμοιαζε έτοιμη να σκάσει μ’ ένα άγγιγμα.
Ο Ματ έγλειψε τα χείλη και ξεροκατάπιε· το χέρι του έπαιξε ανήσυχα πάνω στο εγχειρίδιο. Ακόμα και ο Τούρακ κοίταζε με ανοιχτό το στόμα.
«Βλέπεις», είπε ο Ίνγκταρ με απαλή φωνή, «δεν είμαστε εύκολη λεία». Πήδηξε ξαφνικά πάνω από το πτώμα, προς τους στρατιώτες, που ακόμα κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια αυτό που είχε μείνει από τον άνθρωπο, ο οποίος στεκόταν στο πλευρό τους πριν λίγες μόνο στιγμές. «Σινόβα!» φώναξε. «Ακολουθήστε με!» Ο Χούριν όρμηξε στο κατόπι του, και οι στρατιώτες υποχώρησαν μπροστά τους, ενώ ηχούσε η κλαγγή των σπαθιών.
Οι Σωντσάν στην άλλη πόρτα έκαναν να πάνε μπροστά, καθώς ο Ίνγκταρ προχωρούσε, αλλά μετά οπισθοχώρησαν κι αυτοί, μάλλον από το εγχειρίδιο που κράδαινε ο Ματ παρά από τον πέλεκυ που ανέμιζε ο Πέριν με μια λυσσασμένη, βουβή έκφραση.
Μέσα σε μερικές στιγμές, ο Ραντ βρέθηκε μόνος αντίκρυ στον Τούρακ, ο οποίος κρατούσε τη λεπίδα όρθια μπροστά του. Η στιγμή της έκπληξης είχε περάσει. Είχε στυλώσει το βλέμμα στον Ραντ· το μαυρισμένο και πρησμένο σώμα του στρατιώτη του ήταν σαν να μην υπήρχε. Ούτε και για τους δύο υπηρέτες έμοιαζε να υπάρχει, όπως δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε ο Ραντ και το σπαθί του, ούτε οι ήχοι μάχης, που έμοιαζαν να σβήνουν στα γειτονικά δωμάτια. Οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να διπλώνουν ατάραχοι τη ρόμπα του Υψηλού Άρχοντα αμέσως μόλις ο Τούρακ είχε πάρει το σπαθί του, και δεν είχαν σηκώσει το βλέμμα ούτε με τα ουρλιαχτά του νεκρού στρατιώτη· τώρα είχαν γονατίσει δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσαν με απαθή βλέμματα.
«Υποψιαζόμουν πως θα καταλήγαμε οι δυο μας». Ο Τούρακ στριφογύρισε με άνεση τη λεπίδα του, πρώτα έναν πλήρη κύκλο απ’ αυτή τη μεριά, έπειτα έναν από την άλλη, ενώ τα δάχτυλά του με τα μακριά νύχια κινούνταν με επιδέξιες κινήσεις στη λαβή. Τα νύχια του δεν έμοιαζαν να τον εμποδίζουν καθόλου. «Είσαι μικρός. Για να δούμε τι χρειάζεται για να κερδίσει κανείς τον ερωδιό σ’ αυτή την πλευρά του ωκεανού».
Ξαφνικά, ο Ραντ το είδε. Ένας ψηλός ερωδιός υπήρχε στη λεπίδα του Τούρακ. Με τη λίγη εκπαίδευση που είχε, βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν πραγματικό αρχιξιφομάχο. Πέταξε βιαστικά στο πλάι το μανδύα με την επένδυση από προβιά, για να απαλλαγεί από το βάρος και την ενόχληση. Ο Τούρακ τον περίμενε.
Ο Ραντ ήθελε απελπισμένα να αναζητήσει το κενό. Ήταν φανερό ότι θα χρειαζόταν κάθε πλεονέκτημα που μπορούσε να βρει, αλλά ακόμα κι έτσι θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να βγει ζωντανός από το δωμάτιο. Κι έπρεπε να φύγει ζωντανός. Η Εγκουέν ήταν τόσο κοντά, που σχεδόν θα τον άκουγε αν φώναζε, κι έπρεπε να βρει τρόπο να την ελευθερώσει. Αλλά στο κενό περίμενε το σαϊντίν. Η σκέψη έκανε την καρδιά του να χτυπήσει με λαχτάρα, και ταυτόχρονα το στομάχι του να νιώσει αναγούλα. Αλλά εξίσου κοντά ήταν και εκείνες οι γυναίκες. Οι νταμέην. Αν άγγιζε το σαϊντίν, αν ενέδιδε και διαβίβαζε, θα το καταλάβαιναν, έτσι του είχε πει η Βέριν. Θα το καταλάβαιναν και θα αναρωτιόντουσαν. Τόσες πολλές, τόσο κοντά. Ίσως να έβγαινε ζωντανός από την αναμέτρηση με τον Τούρακ μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν οι νταμέην, και δεν μπορούσε να πεθάνει πριν ελευθερώσει την Εγκουέν. Ο Ραντ ύψωσε τη λεπίδα του.
Ο Τούρακ γλίστρησε προς το μέρος του με σιωπηλά βήματα. Η λεπίδα χτύπησε λεπίδα σαν σφυρί σε αμόνι.
Από την αρχή, ο Ραντ είδε καθαρά ότι ο Τούρακ τον δοκίμαζε, τον πίεζε λιγάκι, για να δει τι μπορούσε να κάνει, και μετά πίεζε λίγο πιο σκληρά, και μετά ακόμα περισσότερο. Βγήκε ζωντανός χάρη στη γρηγοράδα των καρπών και των ποδιών του, όχι μόνο χάρη στη δεξιοτεχνία του. Χωρίς το κενό, ήταν πάντα μια στιγμή πιο αργός από τον Τούρακ. Η μύτη του βαριού σπαθιού του Τούρακ είχε ανοίξει μια αμυχή, που έτσουζε κάτω από το αριστερό του μάτι. Ένα κομμάτι σχισμένο ύφασμα του πανωφοριού του κρεμόταν από τον ώμο του, υγρό και σκούρο. Κάτω από μια καθαρή χαρακιά, που είχε ανοίξει στη δεξιά πλευρά του με ακρίβεια ράφτη, ένιωθε ένα ζεστό υγρό να απλώνεται.