Ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ φάνηκε απογοητευμένος. Έκανε πίσω με μια χειρονομία αηδίας. «Πού βρήκες τη λεπίδα, μικρέ; Ή μήπως στ’ αλήθεια απονέμουν τον ερωδιό σε ανθρώπους σαν και σένα, δίχως ικανότητες; Δεν έχει σημασία. Συμφιλιώσου με το θάνατο που έρχεται». Πλησίασε πάλι τον Ραντ.
Το κενό κύκλωσε τον Ραντ. Το σαϊντίν κύλησε προς το μέρος του, λάμποντας με την υπόσχεση της Μίας Δύναμης, αλλά αυτός το αγνόησε. Δεν ήταν πιο δύσκολο από το να αγνοούσε ένα γυριστό αγκάθι, που εισχωρούσε μέσα στη σάρκα του. Αρνήθηκε να αφήσει τη Μία Δύναμη να τον γεμίσει, αρνήθηκε να γίνει ένα με το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής, Ήταν ένα με το σπαθί στα χέρια του, ένα με το δάπεδο κάτω από τα πόδια του, ένα με τους τοίχους. Ένα μι. τον Τούρακ.
Αναγνώρισε τις στάσεις που χρησιμοποιούσε ο Τούρακ· ήταν κάπως διαφορετικές από αυτές που του είχαν διδάξει, αλλά όχι πολύ. Το Χελιδόνι που Πετά αντάμωσε το Σχίσιμο του Μεταξιού. Το Φεγγάρι στα Νερά συνάντησε τον Αγριόγαλλο του Δάσους που Χορεύει. Η Κορδέλα στον Αέρα συνάντησε τις Πέτρες που Πέφτουν από το Γκρεμό. Κινούνταν ολόγυρα στο δωμάτιο σαν να χόρευαν, και η μουσική τους ήταν το ατσάλι που χτυπούσε ατσάλι.
Από τα μελαχρινά μάτια του Τούρακ χάθηκαν η απογοήτευση και η αηδία, και τη θέση τους πήρε πρώτα η έκπληξη, μετά η ανησυχία. Ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του Υψηλού Άρχοντα, καθώς πίεζε πιο σκληρά τον Ραντ. Ο Κεραυνός με τα Τρία Παρακλάδια συνάντησε το Φύλλο στην Αύρα.
Οι σκέψεις του Ραντ αιωρούνταν έξω από το κενό, ξέχωρες από τον ίδιο, σχεδόν απαρατήρητες. Δεν αρκούσε αυτό. Αντιμετώπιζε έναν αρχιξιφομάχο, και με το κενό και με την τελευταία ρανίδα των ικανοτήτων του μόλις που κατάφερνε να τον αποκρούει. Μόλις. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος, πριν το δώσει ο Τούρακ. Σαϊντίν; Όχι! Μερικές φορές χρειάζεται να Θηκαρώσεις το Σπαθί στην ίδια σου τη σάρκα. Αλλά ούτε κι αυτό θα βοηθούσε την Εγκουέν. Έπρεπε να δώσει τέλος τώρα. Τώρα.
Τα μάτια του Τούρακ πλάτυναν, καθώς ο Ραντ γλιστρούσε προς τα μπρος. Ως τώρα αμυνόταν· τώρα έκανε επίθεση, μ’ όλη του τη δύναμη. Ο Αγριόχοιρος Κατηφορίζει τη Βουνοπλαγιά. Κάδε κίνηση της λεπίδας του ήταν μια απόπειρα να φτάσει στον Υψηλό Άρχοντα· τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τούρακ ήταν να υποχωρεί και να αμύνεται, σ’ όλο το δωμάτιο, φτάνοντας τέλος στην πόρτα.
Μέσα σε μια στιγμή, ενώ ο Τούρακ ακόμα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τον Αγριόχοιρο, ο Ραντ όρμηξε μπροστά. Το Ποτάμι Σκάβει την Όχθη. Έπεσε στο γόνατο, η λεπίδα έκοψε οριζόντια. Δεν χρειάστηκε την πνιχτή κραυγή του Τούρακ ή την αντίσταση στη λεπίδα του για να το καταλάβει. Άκουσε δυο γδούπους και γύρισε το κεφάλι, ξέροντας τι θα έβλεπε. Κοίταξε κατά μήκος της λεπίδας του, που ήταν υγρή και κόκκινη, προς το σημείο που κειτόταν ο Υψηλός Άρχοντας· το σπαθί είχε κατρακυλήσει από το χαλαρό χέρι του, και ίνας σκούρος, υγρός λεκές απλωνόταν στα πουλιά που ήταν υφασμένα στο χαλί κάτω από το σώμα του. Τα μάτια του Τούρακ ήταν ακόμα ανοιχτά, αλλά τα σκοτείνιαζε ο θάνατος.
Το κενό τραντάχτηκε. Ο Ραντ είχε σταθεί μπροστά σε Τρόλοκ, μπροστά σε Σκιογεννήματα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αντιμετωπίσει άνθρωπο με σπαθί, παρά μόνο για εξάσκηση ή μπλοφάροντας. Μόλις σκότωσα άνθρωπο. Το κενό τραντάχτηκε, και το σαϊντίν προσπάθησε να τον γεμίσει.
Το εγκατέλειψε απεγνωσμένος, ανασαίνοντας βαριά, καθώς κοίταζε γύρω του. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας τους δύο υπηρέτες να είναι ακόμα γονατισμένοι δίπλα στην πόρτα. Τους είχε ξεχάσει, και τώρα δεν ήξερε τι να τους κάνει. Δεν έμοιαζαν οπλισμένοι, αλλά το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να βάλουν μια φωνή...
Δεν τον κοίταξαν, δεν κοιτάχτηκαν καν μεταξύ τους. Αντίθετα, ατένισαν σιωπηλά το πτώμα του Υψηλού Άρχοντα. Έβγαλαν εγχειρίδια από τις ρόμπες τους και ο Ραντ έσφιξε το σπαθί του, αλλά ο καθένας τους ακούμπησε τη μύτη του εγχειριδίου του στο στήθος του. «Από τη γέννηση ως το θάνατο», απήγγειλαν εν χορώ, «υπηρετώ το Αίμα». Και τα κάρφωσαν στην καρδιά τους. Δίπλωσαν κι έπεσαν μπροστά, σχεδόν ειρηνικά, με τα κεφάλια στο πάτωμα, σαν να υποκλίνονταν βαθιά στον άρχοντά τους.
Ο Ραντ τους κοίταξε χωρίς να το πιστεύει. Είναι τρέλα, σκέφτηκε. Μπορεί εγώ να τρελαθώ, αλλά αυτοί με πρόλαβαν.
Σηκωνόταν τρέμοντας όρθιος, όταν γύρισαν τρέχοντας ο Ίνγκταρ και οι άλλοι. Όλοι είχαν κοψίματα και αμυχές· το δερμάτινο πανωφόρι του Ίνγκταρ ήταν λεκιασμένο σε αρκετά σημεία. Ο Ματ είχε ακόμα το Κέρας και το εγχειρίδιό του, που η λεπίδα του ήταν πιο σκοτεινή από το ρουμπίνι στη λαβή του. Και ο πέλεκυς του Πέριν είχε κοκκινίσει· ο κατσαρομάλλης έμοιαζε έτοιμος να κάνει εμετό.