«Τους κανόνισες;» είπε ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας τα πτώματα. «Τότε τελειώσαμε, αν δεν σήμαναν συναγερμό. Αυτοί οι ανόητοι ούτε μια φορά δεν φώναξαν βοήθεια».
«Θα δω αν άκουσαν τίποτα οι φρουροί», είπε ο Χούριν, και έτρεξε στο παράθυρο.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Ραντ, αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. Ξέρω ότι το ξανάπα, αλλά πραγματικά είναι τρελοί. Αυτοί οι υπηρέτες...» Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του, καθώς αναρωτιόταν αν είχαν αυτοκτονήσει όλοι. Ο Ματ είπε, «Όπου μας έβλεπαν να πολεμάμε, έπεφταν στα γόνατα, ακουμπούσαν το πρόσωπο στο πάτωμα, και έκρυβαν το κεφάλι με τα χέρια. Ούτε σάλευαν, ούτε φώναζαν· δεν προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους στρατιώτες, ούτε να σημάνουν συναγερμό. Φαντάζομαι ότι είναι ακόμα εκεί».
«Δεν θα βασιζόμουν ότι θα μείνουν γονατιστοί για πάντα», είπε ξερά ο Ίνγκταρ. «Φεύγουμε τώρα, όσο πιο γρήγορα μπορούμε».
«Εσείς πηγαίνετε», είπε ο Ραντ. «Η Εγκουέν—»
«Ανόητε!» τον έκοψε ο Ίνγκταρ. «Βρήκαμε αυτό που ψάχναμε. Το Κέρας του Βαλίρ. Την ελπίδα της σωτηρίας. Τι σημασία μπορεί να έχει μια κοπέλα, ακόμα κι αν την αγαπάς, μπροστά στο Κέρας και όσα αυτό σημαίνει;»
«Δεν με νοιάζει ακόμα κι αν ο Σκοτεινός αποκτήσει το Κέρας! Τι σημασία έχει το Κέρας, αν εγκαταλείψω την Εγκουέν σε τέτοιο μέρος; Αν το έκανα, το Κέρας δεν θα μπορούσε να με σώσει. Ο Δημιουργός δεν θα μπορούσε να με σώσει. Εγώ θα καταριόμουν τον εαυτό μου».
Ο Ίνγκταρ τον κοίταξε ανέκφραστα. «Εννοείς ακριβώς αυτό που λες, ε;»
«Κάτι συμβαίνει εκεί», είπε βιαστικά ο Χούριν. «Κάποιος ανέβηκε τρέχοντας μόλις τώρα, και όλοι πηγαινοέρχονται σαν ψάρια σε κουβά. Περίμενε. Ο αξιωματικός μπαίνει μέσα!»
«Πάμε!» είπε ο Ίνγκταρ. Προσπάθησε να πάρει το Κέρας, αλλά ο Ματ το είχε βάλει κιόλας στα πόδια. Ο Ραντ κοντοστάθηκε, αλλά ο Ίνγκταρ τον άρπαζε από το μπράτσο και τον έσυρε στον προθάλαμο. Οι άλλοι έτρεχαν πίσω από τον Ματ· ο Πέριν απλώς κοίταξε τον Ραντ με πόνο πριν φύγει. «Αν μείνεις και πεθάνεις εδώ, δεν θα μπορέσεις να σώσεις την κοπέλα!»
Έτρεξε μαζί τους. Ένα μέρος του τον μισούσε που το είχε βάλει στα πόδια, αλλά ένα άλλο μέρος ψιθύριζε, Θα ξανάρθω. Θα βρω τρόπο να την ελευθερώσω.
Όταν έφτασαν στη βάση της στενής, στριφογυριστής σκάλας, άκουσε μια βαθιά ανδρική φωνή να υψώνεται στη μπροστινή πλευρά του σπιτιού, ζητώντας θυμωμένα να σηκωθεί κάποιος και να μιλήσει. Μια νεαρή υπηρέτρια, που φορούσε σχεδόν διαφανή ρόμπα, γονάτιζε στη βάση των σκαλιών, και μια γκριζομάλλα γυναίκα με λευκά μάλλινα ρούχα και μακριά ποδιά γεμάτη αλεύρι γονάτιζε πλάι στην πόρτα της κουζίνας. Ήταν και οι δύο όπως στην περιγραφή του Ματ, με τα πρόσωπα στο πάτωμα και τα χέρια κουλουριασμένα γύρω από τα κεφάλια, και δεν σάλεψαν καθόλου, καθώς ο Ραντ και οι άλλοι περνούσαν βιαστικά. Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι ανάπνεαν.
Διέσχισαν τρεχάλα τον κήπο και πήδηξαν γρήγορα τον τοίχο. Ο Ίνγκταρ έβρισε, όταν ο Ματ πέταξε το Κέρας του Βαλίρ μπροστά του και προσπάθησε να του το πάρει, όταν πήδηξε και ο ίδιος από τον τοίχο, αλλά ο Ματ το άρπαξε, λέγοντας βιαστικά, «Δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά,» και έτρεξαν στο στενάκι.
Κι άλλες κραυγές ακούστηκαν από το σπίτι που μόλις είχαν φύγει· μια γυναίκα τσίριξε, και κάποιος άρχισε να χτυπά ένα γκονγκ.
Θα ξανάρθω γι’ αυτήν. Θα βρω τρόπο. Ο Ραντ έτρεξε πίσω από τους άλλους όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
46
Βγαίνοντας από τη Σκιά
Η Νυνάβε και οι άλλες άκουσαν μακρινές φωνές, καθώς πλησίαζαν στα κτίρια που κρατούσαν τις νταμέην. Το πλήθος είχε αρχίσει να πυκνώνει και οι άνθρωποι στο δρόμο ήταν λιγάκι πιο νευρικοί, το βήμα τους πιο βιαστικό, και πιο επιφυλακτικός ο τρόπος που απέφευγαν να κοιτάξουν τη Νυνάβε με το φόρεμα με τους κεραυνούς, και τη γυναίκα στο ασημένιο λουρί.
Η Ηλαίην κράτησε νευρικά το μπόγο με το άλλο χέρι και κοίταξε προς τα κει απ’ όπου έρχονταν οι φωνές, ένα δρόμο παραπέρα, από κει που κυμάτιζε στον άνεμο το χρυσό γεράκι που έσφιγγε τους κεραυνούς. «Τι συμβαίνει;»
«Λεν έχει να κάνει με μας», είπε σταθερά η Νυνάβε.
«Έτσι ελπίζεις», είπε η Μιν. «Το ίδιο κι εγώ». Τάχυνε το βήμα, πήρε τα σκαλιά πιο γρήγορα από τις άλλες και χώθηκε στο ψηλό πέτρινο σπίτι.
Η Νυνάβε τέντωσε το λουρί που κρεμόταν χαλαρό. «Μην ξεχνάς, Σέτα, κι εσύ θέλεις να πάνε όλα καλά για μας, όπως κι εμείς»,
«Αυτό ακριβώς θέλω», είπε ζωηρά η Σωντσάν. Έσκυβε το κεφάλι, για να κρύβει το πρόσωπο της. «Το ορκίζομαι, δεν θα προκαλέσω το παραμικρό πρόβλημα».