Καθώς έστριβαν στα γκρίζα πέτρινα σκαλιά, μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην εμφανίστηκαν στην κορυφή της σκάλας, κατεβαίνοντας, ενώ η Νυνάβε με τις άλλες ανέβαιναν. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά για να δει αν η νταμέην ήταν η Εγκουέν, και μετά δεν τις ξανακοίταξε. Με το α’ντάμ τράβηξε τη Σέτα πιο κοντά της, έτσι ώστε, αν η σουλ’ντάμ καταλάβαινε ότι κάποια απ’ αυτές είχε την ικανότητα της διαβίβασης, να νόμιζε πως ήταν η Σέτα. Όμως ένιωσε τον ιδρώτα να κυλά στη ραχοκοκαλιά της, μέχρι που κατάλαβε ότι ούτε κι αυτές της έδιναν σημασία. Το μόνο που έβλεπαν ήταν ένα φόρεμα με τα διακριτικά του κεραυνού και ένα άλλο, γκρίζο, και δυο γυναίκες που τις ένωνε το ασημένιο α’ντάμ. Άλλη μια Λωροκρατούσα με μια Δεμένη, και μια ντόπια κοπελίτσα που έτρεχε πίσω τους με ένα δέμα που ανήκε στη σουλ’ντάμ.
Η Νυνάβε άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα.
Ό,τι κι αν ήταν η αναστάτωση στο κτίριο με το λάβαρο του Τούρακ, δεν είχε φτάσει εδώ, ακόμα. Υπήρχαν γυναίκες που τριγυρνούσαν στον προθάλαμο, που αναγνωρίζονταν εύκολα από τα φορέματά τους. Τρεις νταμέην ντυμένες στα γκρίζα, μαζί με σουλ’ντάμ που φορούσαν τα βραχιόλια. Δύο γυναίκες με φορέματα που είχαν τα διακριτικά με τους διχαλωτούς κεραυνούς στέκονταν μιλώντας, και τρεις περνούσαν τον προθάλαμο μόνες τους. Τέσσερις που ήταν ντυμένες σαν τη Μιν, με απλά σκούρα μάλλινα ρούχα, προχωρούσαν βιαστικά κουβαλώντας δίσκους.
Η Μιν στεκόταν περιμένοντας στον προθάλαμο, όταν μπήκαν μέσα τις κοίταζε, και μετά προχώρησε στα ενδότερα του σπιτιού. Η Νυνάβε οδήγησε τη Σέτα στο διάδρομο ακολουθώντας τη Μιν, με την Ηλαίην να τρέχει στο κατόπι τους. Της Νυνάβε της φάνηκε πως κανείς δεν είχε ρίξει δεύτερη ματιά, αλλά σκέφτηκε πως το ποταμάκι του ιδρώτα που έσταζε στη ραχοκοκαλιά της σε λίγο θα γινόταν ποτάμι κανονικό. Έκανε τη Σέτα να περπατήσει πιο γρήγορα, έτσι ώστε να μην προλάβει κάποια γυναίκα εκεί να τις κοιτάξει καλά — ή, ακόμα χειρότερα, να τις ρωτήσει κάτι. Η Σέτα είχε τα μάτια κατεβασμένα και δεν χρειαζόταν άλλη παρακίνηση, μιας και ήδη προχωρούσε τόσο γρήγορα, που σχεδόν θα έτρεχε, αν δεν την περιόριζε το κολάρο.
Η Μιν πήρε μια στενή σκάλα, που ανηφόριζε κοντά στο πίσω μέρος του κτιρίου. Η Νυνάβε έσπρωξε τη Σέτα ν’ ανέβει μπροστά της, μέχρι που έφτασαν στον τρίτο όροφο. Εκεί τα ταβάνια ήταν χαμηλά, οι διάδρομοι άδειοι και σιωπηλοί, με μόνη εξαίρεση τα σιγανά κλάματα. Έμοιαζαν να ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα αυτών των παγερών διαδρόμων.
«Αυτό το μέρος...» άρχισε να λέει η Ηλαίην. «Μοιάζει σαν...».
«Ναι», είπε η Νυνάβε με σκοτεινή έκφραση. Αγριοκοίταξε τη Σέτα, που είχε το πρόσωπο σκυμμένο. Ο φόβος έκανε την επιδερμίδα της Σωντσάν να ασπρίσει ακόμα περισσότερο.
Η Μιν άνοιξε σιωπηλά μια πόρτα και μπήκε μέσα, και οι άλλες την ακολούθησαν. Το δωμάτιο είχε χωριστεί σε μικρότερα δωμάτια με προχειροφτιαγμένους ξύλινους τοίχους, μ’ ένα στενό διάδρομο που κατέληγε σ’ ένα παράθυρο. Η Νυνάβε στριμώχτηκε πάνω στη Μιν, καθώς εκείνη έτρεχε στην τελευταία πόρτα στα δεξιά και την άνοιγε.
Μια λεπτή, μελαχρινή κοπέλα με γκρίζο φόρεμα καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι, με το κεφάλι να στηρίζεται στα σταυρωμένα χέρια της, αλλά, πριν ακόμα σηκώσει τα μάτια, η Νυνάβε κατάλαβε ότι ήταν η Εγκουέν. Μια αστραφτερή μεταλλική κορδέλα πήγαινε από το κολάρο της Εγκουέν σε ένα βραχιόλι, το οποίο ήταν σ’ ένα κρεμαστάρι στον τοίχο. Τα μάτια της πλάτυναν όταν τις είδε και το στόμα της ανοιγόκλεισε σιωπηλά. Καθώς η Ηλαίην έκλεινε την πόρτα, η Εγκουέν άφησε ένα ξαφνικό χαχανητό και έκλεισε το στόμα με τα χέρια της για να το πνίξει. Το δωματιάκι έμοιαζε ασφυκτικό έτσι που είχαν μαζευτεί όλες εκεί μέσα.
«Ξέρω ότι δεν ονειρεύομαι», είπε με τρεμάμενη φωνή, «επειδή, αν ονειρευόμουν, θα ήσασταν ο Ραντ και ο Γκάλαντ σε ψηλά άτια. Ονειρευόμουν. Νόμισα ότι ήταν εδώ ο Ραντ. Δεν μπορούσα να τον δω, αλλά νόμισα...» Η φωνή της έσβησε.
«Αν θα προτιμούσες να περιμένεις γι’ αυτούς...» είπε η Μιν ξερά.
«Α, όχι. Όχι, είστε όλες πανέμορφες, το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει ποτέ. Πώς βρεθήκατε εδώ; Πώς το κάνατε; Αυτό το φόρεμα, Νυνάβε, και το α’ντάμ, και ποια είναι...» Άφησε μια πνιχτή τσιρίδα. «Η Σέτα είναι. Πώς...;» Η φωνή της σκλήρυνε, η Νυνάβε δεν θα τη γνώριζε. «Θα ’θελα να βάλω αυτήν τώρα σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό». Η Σέτα είχε τα μάτια σφιχτοκλεισμένα και τα χέρια της έσφιγγαν το φόρεμά της· έτρεμε.
«Τι σου έκαναν;» αναφώνησε η Ηλαίην. «Τι μπορεί να σου έκαναν για να θέλεις κάτι τέτοιο;»
Η Εγκουέν δεν τράβηξε το βλέμμα από τη Σωντσάν. «Θα ήθελα να την κάνω να το νιώσει. Αυτό μου έκανε, με έκανε να νιώσω σαν να ήμουν χωμένη ως το λαιμό σε...» Ανατρίχιασε. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει να φοράς τέτοιο πράγμα, Ηλαίην. Δεν ξέρεις τι μπορούν να σου κάνουν. Προσπαθούσα να σκεφτώ αν η Σέτα είναι χειρότερη από τη Ρέννα, αλλά είναι και οι δύο αξιομίσητες».