«Νομίζω ότι ξέρω», είπε ήσυχα η Νυνάβε. Ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά στο δέρμα της Σέτα, τα κρύα ρίγη που έσειαν τα μέλη της. Η κιτρινομάλλα Σωντσάν ήταν έντρομη. Η Νυνάβε δυσκολεύτηκε να μην κάνει τους φόβους της Σέτα να ζωντανέψουν την ίδια στιγμή εκεί πέρα.
«Μπορείς να μου το βγάλεις;» ρώτησε η Εγκουέν, αγγίζοντας το κολάρο. «Σίγουρα θα μπορείς, αφού φόρεσες αυτό—»
Η Νυνάβε διαβίβασε, μερικές στάλες μόνο. Το κολάρο στο λαιμό της Εγκουέν την είχε κάνει να θυμώσει όσο χρειαζόταν, κι αν όχι, Θα αρκούσαν αυτά που ένιωθε η Σέτα —ο φόβος της, η γνώση του πόσο το άξιζε— και μαζί αυτά που ήθελε η ίδια η Νυνάβε να κάνει στην άλλη γυναίκα. Το κολάρο άνοιξε απότομα και έπεσε από το λαιμό της Εγκουέν. Με μια έκφραση θαυμασμού, η Εγκουέν άγγιξε το λαιμό της.
«Βάλε το φόρεμα και το πανωφόρι μου», της είπε η Νυνάβε. Η Ηλαίην ήδη ξεδίπλωνε τα ρούχα στο κρεβάτι. «Θα βγούμε περπατώντας και κανείς δεν θα σε προσέξει». Σκέφτηκε να κρατήσει την επαφή της με το σαϊντάρ —ήταν αρκετά Θυμωμένη, και η αίσθηση του ήταν υπέροχη— αλλά, απρόθυμα, το άφησε να φύγει. Αυτό ήταν το μόνο μέρος στο Φάλμε που δεν υπήρχε πιθανότητα να έρθουν μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην για να ερευνήσουν, αν ένιωθαν κάποια να διαβιβάζει, αλλά σίγουρα θα το έκαναν, αν μια νταμέην έβλεπε τη λάμψη της διαβίβασης γύρω από μια γυναίκα που έμοιαζε με σουλ’ντάμ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έφυγες. Μόνη εδώ, έστω κι αν δεν μπορούσες να βρεις πώς να το ανοίξεις, θα μπορούσες να το πάρεις και να τρέξεις».
Καθώς η Μιν και η Ηλαίην τη βοηθούσαν βιαστικά να φορέσει το παλιό φόρεμα της Νυνάβε, η Εγκουέν εξήγησε τι θα γινόταν, αν μετακινούσε το βραχιόλι από το σημείο στο οποίο το είχε αφήσει η σουλ’ντάμ, και ότι η διαβίβαση την έκανε να νιώσει άρρωστη, αν δεν φορούσε το βραχιόλι η σουλ’ντάμ. Μόλις εκείνο το πρωί είχε ανακαλύψει πώς μπορούσε να ανοίξει το κολάρο δίχως τη Δύναμη — και είχε βρει ότι, όταν άγγιζε το κούμπωμα με την πρόθεση να το ανοίξει, τότε το χέρι της αχρηστευόταν, με τους μύες σφιγμένους κόμπο. Μπορούσε να το αγγίζει όσο ήθελε, αρκεί να μην της περνούσε από το νου να ανοίξει το κούμπωμα· η παραμικρή σκέψη γι’ αυτό, όμως, και...
Η Νυνάβε ένιωσε ζαλάδα και η ίδια. Το βραχιόλι στον καρπό της έφερνε ναυτία. Ήταν τόσο φρικτό. Ήθελε να το βγάλει από τον καρπό της, πριν μάθει κι άλλα για το α’ντάμ, πριν ίσως μάθει κάτι που θα την έκανε να νιώθει βρώμικη για πάντα που το είχε φορέσει.
Έλυσε το ασημένιο βραχιόλι, το έβγαλε, το έκλεισε, και το πέρασε σ’ ένα κρεμαστάρι. «Μην σου περνά από το νου ότι τώρα μπορείς να φωνάξεις βοήθεια». Κούνησε τη γροθιά της κάτω από τη μύτη της Σέτα. «Θα σε κάνω να καταραστείς τη στιγμή που γεννήθηκες, αν ανοίξεις το στόμα σου, και δεν έχω ανάγκη αυτό το... βρωμερό πράγμα».
«Δεν — δεν σκοπεύεις να με αφήσεις εδώ μ’ αυτό, ε;» είπε η Σέτα ψιθυριστά. «Δεν μπορείς. Δέσε με. Φίμωσέ με για να μην φωνάξω. Σε παρακαλώ!»
Η Εγκουέν γέλασε ξερά. «Άφησε το πάνω της. Δεν θα φωνάξει βοήθεια, ακόμα και χωρίς φίμωτρο. Μπορείς να ελπίζεις ότι αυτή που θα σε βρει θα βγάλει το α’ντάμ και θα κρατήσει το μικρό μυστικό σου, Σέτα. Το βρώμικο μυστικό σου, ε;»
«Τι λες τώρα;» είπε η Ηλαίην.
«Το σκέφτηκα πολύ», είπε η Εγκουέν. «Το μόνο που μπορούσα να κάνω, όταν με άφηναν εδώ πάνω μόνη μου, ήταν να σκέφτομαι. Οι σουλ’ντάμ ισχυρίζονται ότι αναπτύσσουν συνάφεια μετά από λίγα χρόνια. Οι περισσότερες ξέρουν να πουν αν μια γυναίκα διαβιβάζει, είτε είναι δεμένες μαζί της, είτε όχι. Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά η Σέτα το αποδεικνύει».
«Τι αποδεικνύει;» ζήτησε να μάθει η Ηλαίην, και μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς καταλάβαινε ξαφνικά, αλλά η Εγκουέν συνέχισε.
«Νυνάβε, το α’ντάμ λειτουργεί μόνο με γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν. Δεν το βλέπεις; Οι σουλ’ντάμ μπορούν να διαβιβάσουν σαν τις νταμέην». Η Σέτα βόγκηξε μέσα από τα δόντια της και κούνησε βίαια το κεφάλι, προσπαθώντας να το αρνηθεί. «Μια σουλ’ντάμ θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδεχτεί ότι μπορεί να διαβιβάσει, ακόμα και αν το ήξερε, και δεν καλλιεργούν αυτή την ικανότητά τους, έτσι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα μ’ αυτήν, αλλά ακόμα κι έτσι μπορούν να διαβιβάσουν».
«Σου το είπα», είπε η Μιν. «Αυτό το κολάρο δεν θα έπρεπε να δουλεύει πάνω της». Κούμπωνε τα τελευταία κουμπιά στην πλάτη της Εγκουέν. «Μια γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει θα μπορούσε να σε σπάσει στο ξύλο, αν πήγαινες να την ελέγξεις μ’ αυτό».