«Πώς γίνεται αυτό;» είπε η Νυνάβε. «Νόμιζα ότι οι Σωντσάν περνούν κολάρο σε όποιες μπορούν να διαβιβάσουν».
«Σε όσες βρίσκουν», της είπε η Εγκουέν. «Αλλά αυτές που βρίσκουν είναι σαν εσένα, και μένα, και την Ηλαίην. Εμείς γεννηθήκαμε μ’ αυτό, έτοιμες να διαβιβάσουμε, είτε το διδασκόμασταν, είτε όχι. Αλλά τι γίνεται με τις Σωντσάν, που δεν γεννιούνται με την ικανότητα, αλλά μπορούν να τη διδαχθούν; Δεν μπορεί κάθε γυναίκα να γίνει Λωροκρατούσα. Η Ρέννα πίστευε ότι μου φερόταν φιλικά, όταν μου τα έλεγε. Απ’ ό,τι φαίνεται, στα χωριά των Σωντσάν είναι μέρα γιορτής, όταν έρχεται η σουλ’ντάμ για να δοκιμάσει τα κορίτσια. Θέλουν να βρουν όσες είναι σαν εσένα κι εμένα και να τις περάσουν το κολάρο, αλλά αφήνουν όλες τις άλλες να φορέσουν το βραχιόλι για να δουν αν μπορούν να νιώσουν αυτό που νιώθει η καημένη στο κολάρο. Όσες μπορούν, τις παίρνουν να τις εκπαιδεύσουν ως σουλ’ντάμ. Αυτές είναι οι γυναίκες που θα μπορούσαν να διδαχθούν τη διαβίβαση».
Η Σέτα βογκούσε μέσα από τα δόντια της. «Όχι. Όχι. Όχι». Συνεχώς, ασταμάτητα.
«Ξέρω ότι είναι φρικτή», είπε η Ηλαίην, «αλλά νιώθω ότι θα ’πρεπε με κάποιον τρόπο να τη βοηθήσω. Θα μπορούσε να ήταν αδελφή μας, αλλά οι Σωντσάν τα διαστρέβλωσαν όλα».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα να πει ότι εκείνη τη στιγμή χρειάζονταν βοήθεια οι ίδιες, αλλά τότε άνοιξε η πόρτα.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ζήτησε να μάθει η Ρέννα, μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Ακρόαση;» Κοίταξε τη Νυνάβε, με τα χέρια στους γοφούς. «Δεν έδωσα άδεια να συνδεθεί άλλη με το ζωάκι μου, Τάλι. Δεν ξέρω καν ποια είσαι και—» Το βλέμμα της έπεσε στην Εγκουέν —στην Εγκουέν, που φορούσε το φόρεμα της Νυνάβε αντί για τα γκρίζα της νταμέην· στην Εγκουέν, που δεν είχε κολάρο στο λαιμό— και τα μάτια της πλάτυναν. Δεν πρόφτασε να βγάλει άχνα.
Πριν προλάβει άλλη να κινηθεί, η Εγκουέν άρπαζε την κανάτα από το νιπτήρα και χτύπησε τη Ρέννα στο πλευρό. Η κανάτα θρυμματίστηκε, και της σουλ’ντάμ της κόπηκε η ανάσα, καθώς διπλωνόταν στα δύο μ’ ένα γουργουριστό ήχο. Όπως έπεφτε, η Εγκουέν όρμηξε πάνω της μ’ ένα γρύλισμα, της σήκωσε το κεφάλι, άρπαζε το κολάρο που φορούσε πριν από κει που ήταν πεσμένο στο πάτωμα, και το έκλεισε στο λαιμό της Ρέννα. Έπιασε το ασημένιο λουρί, τράβηξε το βραχιόλι από το κρεμαστάρι και το φόρεσε στον καρπό της. Τα χείλη της ήταν τραβηγμένα πίσω και φανέρωναν τα δόντια της, τα μάτια της ήταν στραμμένα στο πρόσωπο της Ρέννα με τρομερή προσήλωση. Γονάτισε πάνω στους ώμους της σουλ’ντάμ και ζούληξε το πρόσωπο της γυναίκας και με τα δύο χέρια. Η Ρέννα έκανε έναν ισχυρό σπασμό, και τα μάτια της γούρλωσαν· βραχνοί ήχοι έβγαιναν από μέσα της, ουρλιαχτά, που τα κρατούσαν τα χέρια της Εγκουέν· οι φτέρνες της χτυπούσαν το πάτωμα.
«Σταμάτα, Εγκουέν!» Η Νυνάβε άρπαζε την Εγκουέν από τους ώμους και την σήκωσε από την άλλη γυναίκα. «Εγκουέν, σταμάτα! Δεν θέλεις να κάνεις τέτοιο πράγμα!» Η Ρέννα κειτόταν με το πρόσωπο κάτωχρο, λαχανιασμένη, κοιτάζοντας το ταβάνι με πανικόβλητο βλέμμα.
Ξαφνικά η Εγκουέν έπεσε πάνω στη Νυνάβε, κλαίγοντας μ’ αναφιλητά στο στήθος της. «Με πόνεσε, Νυνάβε. Με πόνεσε. Όλες έτσι έκαναν. Με πόνεσαν, με πόνεσαν, ώσπου έκανα αυτό που ήθελαν. Τις μισώ. Τις μισώ επειδή με πόνεσαν, και τις μισώ επειδή δεν μπορούσα να μην κάνω αυτό που ήβελαν».
«Το ξέρω», είπε καλοσυνάτα η Νυνάβε. Έσιαξε τα μαλλιά της Εγκουέν. «Καλά κάνεις και τις μισείς, Εγκουέν. Καλά κάνεις. Το αξίζουν. Αλλά δεν είναι καλό που τις αφήνεις να σε κάνουν σαν κι αυτές».
Η Σέτα έκρυβε το πρόσωπο με τα χέρια της. Η Ρέννα άγγιξε το κολάρο στο λαιμό της χωρίς να το πιστεύει, με χέρι που έτρεμε.
Η Εγκουέν σηκώθηκε και σκούπισε τα δάκρυά της με μια γοργή κίνηση. «Δεν είμαι σαν κι αυτές. Δεν είμαι». Έβγαλε το βραχιόλι από τον καρπό της τόσο απότομα, που παραλίγο θα έγδερνε το χέρι της, και το πέταξε κάτω. «Δεν είμαι. Αλλά εύχομαι να μπορούσα να τις σκοτώσω».
«Το αξίζουν». Η Μιν κοίταζε βλοσυρά τις δύο σουλ’ντάμ.
«Ο Ραντ θα σκότωνε όποιον έκανε τέτοιο πράγμα», είπε η Ηλαίην. Έδειχνε να προσπαθεί να πάρει κουράγιο. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Ίσως το αξίζουν», είπε η Νυνάβε, «και ίσως να ο Ραντ να το έκανε. Αλλά συχνά οι άνδρες συγχέουν την εκδίκηση και το φόνο με τη δικαιοσύνη. Σπάνια έχουν τα κότσια που θέλει η δικαιοσύνη». Συχνά καθόταν για να δικάσει με τον Κύκλο των Γυναικών. Μερικές φορές οι άνδρες έρχονταν σ’ αυτές, νομίζοντας ότι οι γυναίκες ίσως τους έκριναν καλύτερα απ’ όσο οι άνδρες στο Συμβούλιο του Χωριού, αλλά οι άνδρες πάντα πίστευαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση με την ευφράδειά τους, ή με ικεσίες για έλεος. Ο Κύκλος των Γυναικών έδειχνε έλεος όπου κάποιος το άξιζε, αλλά πάντα απένειμε δικαιοσύνη, και την απόφαση την ανακοίνωνε η Σοφία. Η Νυνάβε πήρε το βραχιόλι που είχε πετάξει η Εγκουέν και το έκλεισε. «Θα ελευθέρωνα όλες τις γυναίκες που έχουν εδώ, αν μπορούσα, και θα κατέστρεφα όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά, αφού δεν μπορώ...» Έβαλε το βραχιόλι στο ίδιο κρεμαστάρι που είχε και το άλλα, και μετά μίλησε στις σουλ’ντάμ. Δεν είναι πια Λωροκρατούσες, σκέφτηκε. «Μπορεί, αν κάνετε πολλή ησυχία, να μείνετε εδώ μόνες αρκετή ώρα για να καταφέρετε να βγάλετε τα κολάρα. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και ίσως κάνατε αρκετό καλό για να βαρύνει περισσότερο από το κακό που έχετε κάνει, αρκετό για να τα βγάλετε. Αν όχι, τελικά θα σας βρουν. Και νομίζω ότι όποια σας βρει, θα κάνει πολλές ερωτήσεις πριν βγάλει τα κολάρα. Πιστεύω πως ίσως μάθετε από πρώτο χέρι τη ζωή που επιβάλλατε στις άλλες γυναίκες. Αυτό είναι δικαιοσύνη», πρόσθεσε, γυρνώντας στις άλλες.