Выбрать главу

Η Ρέννα είχε μια παγωμένη έκφραση φρίκης στο πρόσωπο. Οι ώμοι της Σέτα τραντάζονταν, καθώς σιγόκλαιγε, κρύβοντας το πρόσωπο. Η Νυνάβε έκανε την καρδιά της πέτρα -Είναι δικαιοσύνη, επανέλαβε μέσα της. Είναι.— και έβγαλε τις άλλες από το δωμάτιο.

Βγαίνοντας, δεν τράβηξαν περισσότερα βλέμματα απ’ όσα όταν έμπαιναν. Η Νυνάβε φανταζόταν πως αυτό οφειλόταν στο φόρεμα της σουλ’ντάμ, αλλά ανυπομονούσε να βάλει κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο. Το πιο βρώμικο κουρέλι θα της φαινόταν πιο καθαρό στο δέρμα της.

Οι κοπέλες ήταν σιωπηλές, καθώς περπατούσαν κοντά πίσω της, ώσπου ξαναβρέθηκαν στο καλντερίμι. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν ήταν γι’ αυτό που είχε κάνει, ή από φόβο μήπως κανείς τις σταματούσε. Κατσούφιασε. Άραγε θα ένιωθαν καλύτερα, αν τις άφηνε να βρουν το θάρρος και να τους κόψουν το λαρύγγι;

«Άλογα», είπε η Εγκουέν. «Θα χρειαστούμε άλογα. Ξέρω το στάβλο που πήγαν την Μπέλα, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να την πάρουμε».

«Πρέπει να αφήσουμε την Μπέλα εδώ», της είπε η Νυνάβε. «Θα φύγουμε με πλοίο».

«Πού πήγαν όλοι;» είπε η Μιν, και ξαφνικά η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος ήταν άδειος.

Το πλήθος είχε χαθεί και δεν απέμενε ίχνος του· τα μαγαζιά και οι βιτρίνες στο δρόμο ήταν κλεισμένα και αμπαρωμένα. Αλλά στο δρόμο, από την πλευρά του λιμανιού, ανηφόριζαν παραταγμένοι Σωντσάν στρατιώτες, εκατό ή περισσότεροι, σε αυστηρό σχηματισμό, με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ο οποίος φορούσε τη στολισμένη αρματωσιά του. Απείχαν κάποια απόσταση από τις γυναίκες, αλλά προχωρούσαν με απειλητικό, αταλάντευτο βήμα, και της Νυνάβε της φάνηκε ότι τα βλέμματα όλων των στρατιωτών ήταν καρφωμένα πάνω τους. Είναι γελοίο. Δεν μπορώ να δω τα μάτια τους μέσα από τα κράνη, κι αν κανείς είχε σημάνει συναγερμό, θα ήταν πίσω μας. Αλλά σταμάτησε εκεί που ήταν.

«Είναι κι άλλοι πίσω μας», μουρμούρισε η Μιν. Η Νυνάβε τώρα άκουσε κι εκείνες τις μπότες. «Δεν ξέρω ποιοι θα μας φτάσουν πρώτοι».

Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν έχουν σχέση με μας». Το βλέμμα της προσπέρασε τους στρατιώτες που πλησίαζαν, έφτασε στο λιμάνι, που ήταν γεμάτο από τα ψηλά, τετράγωνα πλοία των Σωντσάν. Δεν μπορούσε να διακρίνει το Αφρόνερο· ευχήθηκε να ήταν ακόμα εκεί, έτοιμο. «Θα περάσουμε δίπλα τους». Φως μου, ελπίζω να μπορέσουμε.

«Κι αν θελήσουν να πας μαζί τους για υποστήριξη, Νυνάβε;» ρώτησε η Ηλαίην. «Φοράς αυτό το φόρεμα. Αν αρχίσουν να κάνουν ερωτήσεις...»

«Δεν γυρίζω πίσω», είπε η Εγκουέν με σκοτεινό ύφος. «Προτιμώ να πεθάνω. Κάτσε να τους δείξω τι με έμαθαν». Η Νυνάβε είδε ξαφνικά μια χρυσή νεφέλη να περιβάλλει την Εγκουέν.

«Όχι!» είπε, μα ήταν αργά.

Μ’ ένα μουγκρητό σαν κεραυνός, ο δρόμος κάτω από τις πρώτες σειρές των στρατιωτών εξερράγη· χώματα, πέτρες του καλντεριμιού και στρατιώτες πετάχτηκαν στο πλάι σαν αφρός σιντριβανιού. Λάμποντας ακόμα, η Εγκουέν στριφογύρισε για να δει πίσω, και το μπουμπουνητό επαναλήφθηκε. Μια βροχή από χώματα έπεσε στις γυναίκες. Οι Σωντσάν στρατιώτες που φώναζαν σκορπίστηκαν μεθοδικά για να κρυφτούν στα στενάκια και πίσω από γωνιές των κτιρίων. Σε λίγες στιγμές είχαν χαθεί, με εξαίρεση όσους κείτονταν γύρω από τις δύο μεγάλες τρύπες που έχασκαν στο δρόμο. Μερικοί απ’ αυτούς σάλευαν, και ακούγονταν κάποιοι να βογκούν.

Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια, προσπαθώντας να κοιτάξει ταυτόχρονα μπρος-πίσω. «Ανόητη! Θέλουμε να μην τραβήξουμε την προσοχή!» Τώρα δεν υπήρχε ελπίδα γι’ αυτό. Ήλπιζε μόνο ότι θα κατάφερναν, ακολουθώντας τα δρομάκια, να κάνουν κύκλο γύρω από τους στρατιώτες και να βγουν στο λιμάνι. Τώρα θα πρέπει να το ξέρουν και οι νταμέην. Αυτό δεν μπορεί να μην το είδαν.

«Δεν ξαναγυρίζω στο κολάρο», είπε η Εγκουέν με λύσσα. «Δεν ξαναγυρίζω!»