Выбрать главу

«Προσέξτε!» φώναξε η Μιν.

Με μια στριγκή τσιρίδα, μια πύρινη μπάλα, μεγάλη σαν άλογο, διέγραψε καμπύλη στον αέρα πάνω από τις στέγες και άρχισε να πέφτει. Ακριβώς πάνω τους.

«Τρέξτε!» φώναξε η Νυνάβε, και βούτηξε στο κοντινότερο στενάκι, ανάμεσα σε δυο κλειδαμπαρωμένα μαγαζιά.

Έπεσε άγαρμπα στο στομάχι με ένα χαμηλόφωνο μουγκρητό, και σχεδόν της κόπηκε η ανάσα, καθώς η πύρινη μπάλα έφτανε στο δρόμο. Την έλουσε ένας καυτός άνεμος στο στενό δρομάκι. Ρουφώντας αέρα με μεγάλες ανάσες, γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το δρόμο.

Το λιθόστρωτο στο οποίο στέκονταν ήταν τσακισμένο και ραγισμένο και μαυρισμένο σ’ έναν κύκλο πλάτους δέκα απλωσιών. Η Ηλαίην ζάρωνε σ’ ένα άλλο στενάκι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Δεν υπήρχε ίχνος της Μιν και της Εγκουέν. Η Νυνάβε έκλεισε το στόμα με το χέρι της, νιώθοντας φρίκη.

Η Ηλαίην φάνηκε να καταλαβαίνει τι σκεφτόταν. Η Κόρη-Διάδοχος κούνησε δυνατά το κεφάλι, και έδειξε πιο κάτω στο δρόμο. Είχαν πάει προς τα κει.

Η Νυνάβε ανάσανε με ανακούφιση, κι αμέσως μούγκρισε. Χαζό κορίτσι! Θα περνούσαμε από δίπλα τους! Όμως δεν είχε χρόνο για επικρίσεις. Έτρεξε στη γωνία και κρυφοκοίταξε από την άκρη του κτιρίου.

Μια πύρινη μπάλα μεγάλη σαν κεφάλι άστραψε στο δρόμο, καθώς ερχόταν προς το μέρος της. Τινάχτηκε πίσω και η μπάλα εξερράγη στη γωνιά που ήταν το κεφάλι της, στέλνοντας πάνω της βροχή από θρύμματα πέτρας.

Ο θυμός την έκανε να πλημμυρίσει από τη Μία Δύναμη πριν καλά-καλά το καταλάβει. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό και χτύπησε με βρόντο κάτι πιο πάνω στο δρόμο, κοντά εκεί που είχε ξεκινήσει η πύρινη μπάλα. Πίσω της, μια αστραπή χάραξε το άνοιγμα του στενού.

Αν ο Ντόμον δεν έχει το πλοίο έτοιμο, θα... Φως μου, δώσε να φτάσουμε γερές ως εκεί.

Ο Μπέυλ Ντόμον τινάχτηκε όρθιος, όταν μια αστραπή έσχισε τον τεφροκύανο ουρανό και έπεσε κάπου στην πόλη, που την ακολούθησε κι άλλη. Δεν έχει τόσα σύννεφα!

Κάτι μπουμπούνισε δυνατά στην πόλη, και μια πύρινη μπάλα έπεσε σε μια στέγη λίγο πάνω από τους ντόκους, τινάζοντας τσακισμένες πλάκες με πλατιές τροχιές. Οι ντόκοι είχαν αδειάσει πριν από ώρα, και μόνο μερικοί Σωντσάν υπήρχαν, που τώρα άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί, τραβώντας σπαθιά και φωνάζοντας. Ένας άνδρας βγήκε από ένα μεγάλο κτίριο μ’ ένα γκρολμ στο πλευρό του, προσπαθώντας να προφτάσει τα μεγάλα άλματα του θηρίου, καθώς οι δυο τους χάνονταν σε έναν από τους δρόμους που πήγαιναν προς το κέντρο.

Ένας από τους ναύτες του Ντόμον όρμηξε σ’ ένα τσεκούρι και το σήκωσε ψηλά πάνω από ένα ρεμέτζο.

Ο Ντόμον βρέθηκε δίπλα του με δυο δρασκελιές, άρπαζε το υψωμένο τσεκούρι με το ένα χέρι και το λαιμό του ναύτη με το άλλο. «Το Αφρόνερο θα μείνει εδώ μέχρι να πω εγώ ότι θα σαλπάρει, Ήντγουιν Κόουλ!»

«Παλάβωσαν, Καπετάνιε!» φώναζε ο Γιάριν. Μια έκρηζη αντιλάλησε στο λιμάνι και σήκωσε τους γλάρους να κάνουν κύκλους τσιρίζοντας, και η αστραπή φάνηκε ξανά, χτυπώντας κάπου μέσα στο Φάλμε. «Οι νταμέην θα μας σκοτώσουν όλους! Πάμε να φύγουμε όσο σκοτώνονται μεταξύ τους. Μέχρι να το πάρουν χαμπάρι, θα ’χουμε φύγει!»

«Έδωσα το λόγο μου», είπε ο Ντόμον. Ξεκόλλησε το τσεκούρι από τα χέρια του Κόουλ και το πέταξε με πάταγο στο κατάστρωμα. «Έδωσα το λόγο μου». Βιάσου, κυρά μου, σκέφτηκε, είτε είσαι Άες Σεντάι, είτε όχι. Βιάσου!

Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ είδε την αστραπή που άστραφτε πάνω από το Φάλμε και την παραμέρισε από τις σκέψεις του. Κάποιο πελώριο ιπτάμενο πλάσμα —ένα τέρας των Σωντσάν, το δίχως άλλο— πέταξε πανικόβλητο για να γλιτώσει τα αστροπελέκια. Αν έπιανε θύελλα, θα εμπόδιζε και τους Σωντσάν επίσης. Οι λόφοι, που δεν είχαν σχεδόν καθόλου δέντρα ή, το πολύ, κάτι αραιές συστάδες, του έκρυβαν την πόλη, κι έκρυβαν αυτόν από την πόλη.

Οι χίλιοι άνδρες του απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του, έφιπποι, παραταγμένοι σε μια σειρά που ανεβοκατέβαινε στα λακκώματα και τα υψώματα μεταξύ των λόφων. Ο κρύος αέρας μαστίγωνε τους λευκούς μανδύες τους και τίναζε το λάβαρο στο πλευρό του Μπόρνχαλντ, με τον χρυσό ήλιο με τις κυματιστές ακτίνες των Τέκνων του Φωτός.

«Πήγαινε τώρα, Μπάυαρ», πρόσταζε. Ο άνδρας με το ισχνό πρόσωπο δίστασε, και ο Μπόρνχαλντ μίλησε κοφτά. «Είπα, πήγαινε, Τέκνο Μπάυαρ!»

Ο Μπάυαρ έφερε το χέρι στην καρδιά και υποκλίθηκε. «Όπως διατάζεις, Άρχοντα Ταξιάρχη μου». Γύρισε το άλογό του, και η όψη του φώναζε πόσο απρόθυμα έφευγε.

Ο Μπόρνχαλντ έβγαλε τον Μπάυαρ από το μυαλό του. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε εδώ. Ύψωσε τη φωνή του. «Η λεγεώνα να προχωρήσει».

Οι σέλες έτριξαν και η μακριά γραμμή των ανδρών με τους λευκούς μανδύες προχώρησε αργά προς το Φάλμε.