Ο Ραντ κοίταξε από τη γωνία τους Σωντσάν που πλησίαζαν, και με μια γκριμάτσα ξανατρύπωσε στο στενάκι ανάμεσα σε δυο στάβλους. Σύντομα θα έφταναν εδώ. Το μάγουλο του είχε ξεραμένο αίμα. Τα κοψίματα που του είχε καταφέρει ο Τούρακ έκαιγαν, αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Άλλη μια φορά, μια αστραπή φώτισε τον ουρανό· ένιωσε το μπουμπουνητό της μέσα από τις μπότες του. Για τ’ όνομα του Φωτός, τι συμβαίνει;
«Κοντά;» είπε ο Ίνγκταρ. «Το Κέρας του Βαλίρ πρέπει να σωθεί, Ραντ». Παρά τους Σωντσάν, παρά τις αστραπές και τις παράξενες εκρήξεις στο κέντρο της πόλης, έμοιαζε απορροφημένος στις σκέψεις του. Ο Ματ και ο Πέριν και ο Χούριν ήταν στην άλλη άκρη του στενού, παρακολουθώντας άλλη μια περίπολο των Σωντσάν. Το μέρος που είχαν αφήσει τα άλογά τους ήταν κοντά, αρκεί να το έφταναν.
«Έχει μπλέξει», μουρμούρισε ο Ραντ. Εγκουέν. Είχε μια αλλόκοτη αίσθηση στο κεφάλι του, σαν να κινδύνευαν κομμάτια της ζωής του. Ένα κομμάτι ήταν η Εγκουέν, ένα νήμα του κορδονιού που αποτελούσε τη ζωή του· αλλά υπήρχαν κι άλλα, και τα ένιωθε να απειλούνται. Εκεί κάτω, στο Φάλμε. Κι αν καταστρεφόταν ένα από αυτά τα νήματα, η ζωή του δεν θα γινόταν ποτέ πλήρης, όπως προοριζόταν να είναι. Δεν το καταλάβαινε, αλλά η αίσθηση ήταν σαφής, ξεκάθαρη.
«Εδώ ένας μπορεί να κρατήσει πενήντα», είπε ο Ίνγκταρ. Οι δυο στάβλοι στέκονταν μαζί, και μόλις που υπήρχε χώρος για τους δυο τους να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Ένας να κρατά πενήντα σ’ ένα στενό πέρασμα. Δεν είναι άσχημος τρόπος να πεθάνεις. Έχουν κάνει τραγούδια και για πιο ασήμαντες στιγμές».
«Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό», είπε ο Ραντ. «Ελπίζω». Μια στέγη στην πόλη ανατινάχτηκε. Πώς θα ξαναγυρίσω εκεί; Πρέπει να τη βρω. Να τις βρω; Κουνώντας το κεφάλι, κρυφοκοίταζε πάλι από τη γωνία. Οι Σωντσάν ήταν πιο κοντά και συνέχιζαν να έρχονται.
«Δεν ήξερα τι θα έκανε», είπε ο Ίνγκταρ με απαλή φωνή, σαν να μονολογούσε. Είχε βγάλει το σπαθί και δοκίμαζε την κόψη. «Ένας χλωμός ανθρωπάκος, που δύσκολα τον πρόσεχες, ακόμα κι όταν τον κοίταζες μπροστά σου. Βάλε τον μέσα στο Φαλ Ντάρα, μου είπαν, μέσα στο φρούριο. Δεν ήθελα, αλλά έπρεπε να το κάνω. Καταλαβαίνεις; Έπρεπε. Δεν ήξερα τι σκοπό είχε, παρά μόνο όταν έριξε το βέλος. Ακόμα δεν ξέρω, αν σημάδευε την Άμερλιν ή εσένα».
Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος. Κοίταξε τον Ίνγκταρ. «Τι λες;» ψιθύρισε.
Ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας εξεταστικά τη λεπίδα του, φάνηκε να μην τον ακούει. «Η ανθρωπότητα φθείρεται από παντού. Έθνη πέφτουν κι εξαφανίζονται. Παντού υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι, κι αυτοί οι νότιοι ούτε το βλέπουν, ούτε νοιάζονται. Πολεμάμε για να συγκρατήσουμε τις Μεθόριες, για να είναι σώοι και ασφαλείς στα σπίτια τους, και κάθε χρόνο, έστω κι αν βάζουμε τα δυνατά μας, η Μάστιγα προχωρά. Και οι νότιοι περνούν τους Τρόλοκ για πλάσματα του μύθου, και τους Ξέθωρους για παραμύθια των βάρδων». Έσμιξε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι. «Έμοιαζε να ’ναι ο μόνος τρόπος. Θα σκοτωνόμασταν για το τίποτα, υπερασπιζόμενοι ανθρώπους που δεν θα το μάθαιναν, ή δεν θα τους ένοιαζε. Έμοιαζε λογικό. Γιατί να σκοτωθούμε για χάρη τους, ενώ θα μπορούσαμε να κάνουμε ειρήνη για μας; Καλύτερα η Σκιά, σκέφτηκα, παρά η άχρηστη λήθη, σαν της Καραλαίν, ή του Χαρντάν, ή... Τότε έμοιαζε τόσο λογικό».
Ο Ραντ άρπαξε τον Ίνγκταρ από το γιακά. «Δεν μιλάς λογικά». Δεν μπορεί να τα εννοεί αυτά που λέει. Δεν μπορεί. «Πες το καθαρά, ό,τι και να εννοείς. Λες τρελά πράγματα!»
Ο Ίνγκταρ μόνο τότε κοίταξε τον Ραντ. Τα μάτια του έλαμπαν από άκλαφτα δάκρυα. «Είσαι καλύτερος άντρας από μένα. Βοσκός ή άρχοντας, είσαι καλύτερος άντρας. Η προφητεία λέει, ‘Όποιος με ηχήσει να μη σκέφτεται τη δόξα, μόνο τη λύτρωση’. Τη λύτρωσή μου σκεφτόμουνα. Θα ηχούσα το Κέρας, και θα οδηγούσα τους ήρωες των Εποχών ενάντια στο Σάγιολ Γκουλ. Σίγουρα αυτό θα έφτανε για λυτρωθώ. Κανένας δεν πήγε τόσο βαθιά στη Σκιά, που να μην μπορεί να ξαναβγεί στο Φως. Έτσι λένε. Σίγουρα αυτό θα έφτανε για να ξεπλύνει αυτό που ήμουν, κι αυτά που έκανα».
«Φως μου, Ίνγκταρ». Ο Ραντ τον άφησε και έγειρε στον τοίχο του στάβλου. «Νομίζω... νομίζω ότι φτάνει που το θέλεις. Νομίζω ότι το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πάψεις να είσαι... ένας απ’ αυτούς». Ο Ίνγκταρ έκανε ένα μορφασμό, σαν να το ’χε ξεστομίσει ο Ραντ. Σκοτεινόφιλος.
«Ραντ, όταν η Βέριν μας έφερε εδώ με τη Διαβατική Λίθο, έζησα... άλλες ζωές. Μερικές φορές κράτησα το Κέρας, αλλά ποτέ δεν το ήχησα. Πάντα ερχόταν κάτι άλλο που μου ζητούσαν, πάντα κάτι χειρότερο από το προηγούμενο, ώσπου στο τέλος έγινα... Εσύ ήσουν έτοιμος να το εγκαταλείψεις για να σώσεις έναν φίλο. Μην σκέφτεσαι τη δόξα. Αχ, Φως μου, βοήθα με».
Ο Ραντ δεν ήξερε τι να πει. Ήταν σαν να του ’χε πει η Εγκουέν ότι είχε δολοφονήσει παιδιά. Ήταν τόσο φρικτό, που δεν γινόταν πιστευτό. Τόσο φρικιό, που κανένας δεν θα το παραδεχόταν, αν δεν ήταν αληδινό. Τόσο φρικτό.