Μετά από λίγο, ο Ίνγκταρ ξαναμίλησε, με σταθερή φωνή. «Πρέπει να πληρώσω το τίμημα, Ραντ. Πάντα υπάρχει ένα τίμημα. Ίσως μπορώ να το πληρώσω εδώ».
«Ίνγκταρ, το—»
«Ραντ, κάθε άνδρας έχει το δικαίωμα να διαλέξει πότε θα Θηκαρώσει το Σπαθί. Ακόμα κι ένας σαν και μένα».
Πριν μπορέσει να πει τίποτα ο Ραντ, ο Χούριν ήρθε τρέχοντας στο στενό. «Η περίπολος», είπε βιαστικά, «έστριψε προς την πόλη. Φαίνεται ότι συγκεντρώνονται εκεί κάτω. Ο Ματ και ο Πέριν προχώρησαν». Κοίταξε βιαστικά στο δρόμο και τραβήχτηκε πίσω. «Καλύτερα να πάμε κι εμείς, Άρχοντα Ίνγκταρ, Άρχοντα Ραντ. Αυτοί οι μπαμπουροκέφαλοι οι Σωντσάν κοντεύουν να φτάσουν εδώ».
«Φύγε, Ραντ», είπε ο Ίνγκταρ. Γύρισε προς το δρόμο και δεν ξανακοίταξε τον Ραντ και τον Χούριν. «Πήγαινε το Κέρας εκεί που πρέπει. Από την αρχή ήξερα ότι η Άμερλιν έπρεπε να βάλει εσένα επικεφαλής. Αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να φυλάξω το Σίναρ, να μην πέσουμε και ξεχαστούμε».
«Το ξέρω, Ίνγκταρ». Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Ίνγκταρ του Οίκου Σινόβα, και είθε να βρεις καταφύγιο στην παλάμη του Δημιουργού». Άγγιξε τον ώμο του Ίνγκταρ. «Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σε καλωσορίσει στο σπίτι». Ο Χούριν άφησε μια κοφτή κραυγή.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε μ’ απαλή φωνή ο Ίνγκταρ. Η ένταση που είχε το σώμα του φάνηκε να χαλαρώνει. Για πρώτη φορά μετά τη νύχτα της επιδρομής των Τρόλοκ στο Φαλ Ντάρα, στάθηκε όπως τον είχε πρωτοδεί ο Ραντ, γεμάτος αυτοπεποίθηση και άνεση. Γαλήνιος.
Ο Ραντ γύρισε και είδε τον Χούριν να τον κοιτάζει, να κοιτάζει και τους δύο. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε».
«Μα, ο Άρχοντας Ίνγκταρ—»
«-κάνει αυτό που πρέπει να κάνει», είπε κοφτά ο Ραντ. «Αλλά εμείς θα φύγουμε». Ο Χούριν ένευσε, και ο Ραντ έτρεξε πίσω του. Ο Ραντ τώρα μπορούσε να ακούσει το σταθερό βήμα από τις μπότες των Σωντσάν. Δεν κοίταξε πίσω.
47
Ο Τάφος δεν Είναι Εμπόδιο στο Κάλεσμά μου
Ο Ματ και ο Πέριν είχαν ανέβει στα άλογα, όταν τους έφτασαν ο Ραντ και ο Χούριν. Ο Ραντ άκουσε από μακριά πίσω του να υψώνεται η φωνή του Ίνγκταρ. «Για το Φως, και τους Σινόβα!» Η κλαγγή του ατσαλιού προστέθηκε στο βρυχηθμό των άλλων φωνών.
«Πού είναι ο Ίνγκταρ;» φώναξε ο Ματ. «Τι συμβαίνει;» Είχε το Κέρας του Βαλίρ δεμένο στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του, σαν να ’ταν ένα τυχαίο κέρας, αλλά το εγχειρίδιο ήταν στη ζώνη του και η λαβή με το ρουμπίνι στην άκρη ήταν σφιγμένη σε ένα χλωμό χέρι, που έμοιαζε φτιαγμένο μόνο από κόκαλα και τένοντες.
«Πεθαίνει», είπε σκληρά ο Ραντ, καθώς ανέβαινε στη ράχη του Κοκκινοτρίχη.
«Τότε πρέπει να τον βοηθήσουμε», είπε ο Πέριν. «Ο Ματ μπορεί να πάρει το Κέρας και το εγχειρίδιο στην—»
«Πεθαίνει για να γλιτώσουμε εμείς», είπε ο Ραντ. Και γι’ αυτό επίσης. «Θα πάμε μαζί το Κέρας στη Βέριν, και μετά θα τη βοηθήσετε να το πάει όπου πει ότι πρέπει».
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Πέριν. Ο Ραντ έχωσε τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου, και ο Κοκκινοιρίχης όρμηξε προς τους λόφους πέρα από την πόλη.
«Για το Φως, και τους Σινόβα!» Η κραυγή του Ίνγκταρ υψώθηκε πίσω του, θριαμβευτική, και από τον ουρανό απάντησε μια αστραπή κι ένα μπουμπουνητό.
Ο Ραντ μαστίγωσε τον Κοκκινοτρίχη με τα χαλινάρια, και μετά έγειρε στο λαιμό του αλόγου, καθώς αυτό έτρεχε σαν τον άνεμο, με τη χαίτη και την ουρά να πεταρίζουν. Ευχήθηκε να μην ένιωθε ότι το έσκαγαν από την κραυγή του Ίνγκταρ, από αυτό που έπρεπε να κάνει. Ο Ίνγκταρ, Σκοτεινόφιλος. Δεν με νοιάζει. Όπως και να ’χει, ήταν φίλος μου. Ο καλπασμός του αλόγου δεν μπορούσε να τον πάρει μακριά από τις σκέψεις του. Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό. Τόσα καθήκοντα. Η Εγκουέν. Το Κέρας. Ο Φάιν. Ο Ματ και το εγχειρίδιό του. Γιατί δεν μπορεί να έρχονται ένα τη φορά; Πρέπει να τα φροντίσω όλα. Αχ, Φως μου, η Εγκουέν!
Τράβηξε τα χαλινάρια τόσο απότομα, που ο Κοκκινοτρίχης σταμάτησε γλιστρώντας, μισογονατίζοντας στα πίσω πόδια του. Βρίσκονταν σε μια αραιή συστάδα από δένδρα με γυμνά κλαριά, στην κορυφή ενός λόφου που έβλεπε το Φάλμε από ψηλά. Οι άλλοι σταμάτησαν πίσω του.
«Τι εννοείς;» ζήτησε να μάθει ο Πέριν. «Εμείς θα βοηθήσουμε τη Βέριν να πάρει το Κέρας εκεί που πρέπει; Πού θα πάς εσύ;»
«Μπορεί να άρχισε κιόλας να τρελαίνεται», είπε ο Ματ. «Δεν θα ήθελε να μείνει μαζί μας, αν τρελαινόταν. Θα ’θελες, Ραντ;»
«Εσείς οι τρεις πάριε το Κέρας στη Βέριν», είπε ο Ραντ. Εγκουέν. Τόσα νήματα, με τόσους κινδύνους. Τόσα καθήκοντα. «Δεν με χρειάζεστε».