Ο Ματ χάιδεψε τη λαβή του εγχειριδίου. «Καλά όλα αυτά, αλλά εσύ; Που να καώ, δεν μπορεί να τρελάθηκες από τώρα. Δεν μπορεί!» Ο Χούριν τους κοίταζε χάσκοντας, χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τα μισά απ’ όσα έλεγαν.
«Πάω πίσω», είπε ο Ραντ. «Κακώς έφυγα». Δεν φάνηκε πολύ σωστό όπως το άκουγε· δεν του φάνηκε σωστό στο μυαλό του. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Τώρα». Αυτό ήταν κάπως καλύτερο. «Μην ξεχνάτε ότι η Εγκουέν είναι ακόμα εκεί. Μ’ ένα απ’ αυτά τα κολάρα στο λαιμό».
«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Ματ. «Δεν την είδα καθόλου. Ααα! Αφού λες ότι είναι εκεί, τότε είναι εκεί. Πάμε μαζί το Κέρας στη Βέριν, και μετά γυρνάμε όλοι να την πάρουμε. Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι θα την άφηνα εκεί, ε;»
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Νήματα. Καθήκοντα. Ένιωθε έτοιμος να εκραγεί σαν πυροτέχνημα. Φως μου, τι μου συμβαίνει; «Ματ, η Βέριν πρέπει να σε πάει μαζί με το εγχειρίδιο στην Ταρ Βάλον, για να ελευθερωθείς επιτέλους απ’ αυτό. Δεν έχεις καιρό για χάσιμο».
«Άμα είναι να σώσουμε την Εγκουέν, δεν είναι χάσιμο χρόνου!» Αλλά το χέρι του Ματ έσφιγγε το εγχειρίδιο, τόσο δυνατά που έτρεμε.
«Κανείς μας δεν γυρίζει πίσω», είπε ο Πέριν. «Δεν φεύγουμε τώρα. Κοιτάξτε». Έδειξε προς το Φάλμε.
Οι περιφραγμένοι χώροι για τις άμαξες και τα άλογα είχαν μαυρίσει από Σωντσάν στρατιώτες, χιλιάδες στρατιώτες παραταγμένους, μαζί με άλλους που καβαλούσαν φολιδωτά θηρία, όπως επίσης και αρματωμένους πάνω σ’ άλογα, με πολύχρωμα γόμφαλα, που έκαναν τους αξιωματικούς να ξεχωρίζουν. Ανάμεσα στους στρατιώτες υπήρχαν γκρολμ και άλλα παράξενα πλάσματα, που έμοιαζαν πολύ με πελώρια πουλιά και σαύρες, και μεγάλα πλάσματα, τα οποία δεν μπορούσε ούτε να τα περιγράψει, με γκρίζο ρυτιδιασμένο δέρμα και πελώριους χαυλιόδοντες. Κατά διαστήματα στις γραμμές τους στέκονταν δεκάδες σουλ’ντάμ και νταμέην. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν μια απ’ αυτές ήταν η Εγκουέν. Στην πόλη, πίσω από τους στρατιώτες, φαινόταν πού και πού κάποια στέγη που ανατιναζόταν, κι ακόμα οι αστραπές έσχιζαν τον ουρανό. Δυο ιπτάμενα θηρία με πέτσινα φτερά, που έφταναν τις είκοσι απλωσιές από τη μια άκρη ως την άλλη, πετούσαν ψηλά πάνω τους, αρκετά μακριά από κει που χόρευαν τα λαμπερά αστροπελέκια.
«Όλα αυτά για μας;» είπε ο Ματ χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. «Για ποιους μας περνούν;»
Ο Ραντ σκέφτηκε μια απάντηση, αλλά την έδιωξε, πριν προλάβει να πάρει μορφή στο νου του.
«Ούτε κι από την άλλη φεύγουμε, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν. «Λευκομανδίτες. Εκατοντάδες».
Ο Ραντ γύρισε το άλογό του για να δει πού έδειχνε ο μυριστής. Μια μακριά γραμμή ανθρώπων με λευκούς μανδύες κυμάτιζε, πλησιάζοντάς τους αργά από τους λόφους.
«Άρχοντα Ραντ», μουρμούρισε ο Χούριν, «αν αυτός ο συρφετός ρίξει έστω μια ματιά στο Κέρας του Βαλίρ, δεν θα καταφέρουμε να το πάμε ποτέ σε καμιά Άες Σεντάι. Μπορεί να μην το ξαναδούμε ούτε και μεις».
«Μπορεί γι’ αυτό να συγκεντρώνονται οι Σωντσάν», είπε με ελπίδα ο Ματ. «Εξαιτίας των Λευκομανδιτών. Μπορεί να μην έχει σχέση με μας».
«Είτε έχει, είτε δεν έχει», είπε ξερά ο Πέριν, «εδώ σε μερικά λεπτά θα γίνει μάχη».
«Και η μια και η άλλη πλευρά μπορεί να μας σκοτώσουν», είπε ο Χούριν, «έστω κι αν δεν δουν το Κέρας. Κι αν το δουν...»
Ο Ραντ δεν κατάφερνε να βάλει στις σκέψεις του τους Λευκομανδίτες, ή τους Σωντσάν. Πρέπει να πάω πίσω. Πρέπει. Συνειδητοποίησε ότι κοίταζε το Κέρας του Βαλίρ. Όλοι το κοίταζαν. Το κουλουριαστό, χρυσό Κέρας κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του Ματ, τραβώντας όλα τα βλέμματα.
«Πρέπει να είναι στην Τελευταία Μάχη», είπε ο Ματ, γλείφοντας τα χείλη. «Πουθενά δεν λέει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιο πριν». Τράβηξε το Κέρας από τα σχοινιά που το κρατούσαν και τους κοίταξε με αγωνία. «Πουθενά δεν το λέει».
Κανείς τους δεν είπε τίποτα. Ο Ραντ δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να μιλήσει· οι σκέψεις του είχαν μια αίσθηση τέτοιας βιασύνης, που δεν άφηναν χώρο για ομιλία. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Όσο πιο πολύ κοίταζε το Κέρας, τόσο πιο επείγουσες γινόταν οι σκέψεις του. Πρέπει. Πρέπει.
Το χέρι του Ματ έτρεμε, καθώς σήκωνε το Κέρας του Βαλίρ στα χείλη.
Ήταν μια πεντακάθαρη νότα, χρυσή, καθώς χρυσό ήταν και το Κέρας. Τα δέντρα ολόγυρά τους φάνηκαν να αντηχούν μαζί της, και το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, και ο ουρανός εκεί ψηλά. Εκείνος ο μακρύς ήχος αγκάλιαζε τα πάντα.
Από το τίποτα, άρχισε να σηκώνεται ομίχλη. Πρώτα λεπτές τολύπες της που κρέμονταν στον αέρα, και μετά πιο πυκνή και πιο βαριά, ακόμα πιο πυκνή, μέχρι που κουκούλωσε τη γη σαν συννεφιά.
Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ πάγωσε στη σέλα του, καθώς ένας ήχος γέμιζε τον αέρα, τόσο γλυκός που ήθελε να γελάσει, τόσο θρηνητικός που ήθελε να κλάψει. Έμοιαζε να έρχεται από παντού μονομιάς. Μια αχλύ άρχισε να υψώνεται, που πύκνωνε μπροστά στα μάτια του.