Οι Σωντσάν. Κάτι ετοιμάζουν. Ξέρουν ότι είμαστε εδώ.
Ήταν πολύ νωρίς, η πόλη πολύ μακριά, αλλά τράβηξε το σπαθί του —η κλαγγή των θηκαριών διέτρεξε τη λεγεώνα του— και φώναζε, «Η λεγεώνα να προωθηθεί με τροχασμό».
Τώρα η ομίχλη σκέπαζε τα πάντα, αλλά ο Μπόρνχαλντ ήξερε ό,τι το Φάλμε ήταν ακόμα εκεί, μπροστά. Τα άλογα τάχυναν το ρυθμό τους· δεν τα έβλεπε, αλλά τα άκουγε.
Ξαφνικά, το έδαφος μπροστά του ανατινάχτηκε μ’ ένα βρυχηθμό, ρίχνοντάς του μια βροχή από χώματα και πέτρες. Από την κατάλευκη ερημιά στα δεξιά του άκουσε άλλο ένα βρυχηθμό, και ανθρώπους και άλογα που τσίριζαν, και μετά από τα αριστερά του, και μετά ξανά από τα δεξιά. Και ξανά. Βροντές και ουρλιαχτά, που τα έκρυβε η ομίχλη.
«Η λεγεώνα να εφορμήσει!» Το άλογό του όρμηξε μπροστά, καθώς το χτυπούσε με τις φτέρνες του, και άκουσε το βρυχηθμό, καθώς εφορμούσε η λεγεώνα, όση είχε μείνει ζωντανή.
Βροντές και ουρλιαχτά, τυλιγμένα στο λευκό.
Η τελευταία του σκέψη ήταν ότι λυπόταν. Ο Μπάυαρ δεν θα μπορούσε να πει στον Ντάιν, το γιο του, πώς είχε πεθάνει.
Ο Ραντ δεν μπορούσε πια να δει τα δένδρα γύρω τους. Ο Ματ είχε κατεβάσει το Κέρας, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το δέος, αλλά ο ήχος ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του Ραντ. Η ομίχλη έκρυβε τα πάντα με αφρισμένα κύματα, τα οποία ήταν λευκά σαν το πιο ακριβό ξασπρισμένο ξύλο, αλλά ο Ραντ μπορούσε να δει. Μπορούσε να δει, μα ήταν όλα μια τρέλα. Το Φάλμε έπλεε κάπου από κάτω του, με τα χερσαία σύνορά του μαύρα από Σωντσάν στρατιώτες, με αστραπές να γδέρνουν τους δρόμους του. Το Φάλμε κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. Εκεί οι Λευκομανδίτες εφορμούσαν και πέθαιναν, καθώς η γη άνοιγε πύρινη κάτω από τις οπλές των αλόγων τους. Εκεί άνδρες έτρεχαν στα καταστρώματα ψηλών, τετράγωνων πλοίων στο λιμάνι, και σ’ ένα πλοίο, ένα γνώριμο πλοίο, περίμεναν άνδρες φοβισμένοι. Ο Ραντ αναγνώριζε μάλιστα το πρόσωπο του καπετάνιου. Λεγόταν Μπέυλ Ντόμον. Έπιασε το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Τα δένδρα ήταν κρυμμένα, μα έβλεπε τους άλλους καθαρά. Ο Χούριν φαινόταν αναστατωμένος. Ο Ματ μουρμούριζε φοβισμένα. Ο Πέριν ύψωνε το βλέμμα, σαν να ’ξερε ότι αυτό έμελλε να γίνει. Η ομίχλη έβραζε ολόγυρά τους.
Ο Χούριν άφησε μια κραυγή. «Άρχοντα Ραντ!» Δεν χρειάστηκε να δείξει τι εννοούσε.
Στα πέπλα της ομίχλης, σαν να ’ταν βουνοπλαγιά, κατηφόριζαν έφιππες φιγούρες. Στην αρχή η πυκνή θολούρα δεν φανέρωνε τίποτα παραπάνω, σιγά-σιγά όμως πλησίασαν, και ήταν η σειρά του Ραντ ν’ αφήσει μια πνιχτή κραυγή. Τους ήξερε. Άνδρες, όχι όλοι αρματωμένοι, και γυναίκες. Τα ρούχα και τα όπλα τους προέρχονταν απ’ όλες τις Εποχές, αλλά τους ήξερε όλους.
Ο Ρογκός ο Αετομάτης, με πατρική όψη, άσπρα μαλλιά, και βλέμμα τόσο κοφτερό που το όνομα έπεφτε λίγο. Ο Γκάινταλ Κέιν, μελαψός, με τις λαβές δύο σπαθιών να ξεπροβάλλουν πάνω από τους πλατιούς ώμους του. Η χρυσομάλλα Μπιργκίτε, με το αστραφτερό ασημένιο τόξο της και τη φαρέτρα που ήταν γεμάτη ασημένια βέλη. Κι άλλοι. Ήξερε τα πρόσωπά τους, ήξερε τα ονόματά τους. Αλλά άκουγε εκατό ονόματα, όταν κοίταζε το κάθε πρόσωπο, μερικά τόσο διαφορετικά, που δεν τα αναγνώριζε καν ως ονόματα, αν και ήξερε ότι αυτό ήταν. Μάικλ αντί για Μίκελ. Πάτρικ αντί για Πήντριγκ. Όσκαρ αντί για Οτάριν.
Ήξερε και τον άνδρα που ερχόταν με το άλογό του μπροστά τους. Ψηλός, με γαμψή μύτη και μαύρα μάτια, χωμένα βαθιά στις κόγχες τους, με το μεγάλο σπαθί που λεγόταν Δικαιοσύνη στο πλευρό του. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος.
Ο Ματ τους κοίταζε χάσκοντας, καθώς τραβούσαν χαλινάρι μπροστά στον ίδιο και τους άλλους. «Είναι...; Εσείς είστε όλοι;» Ο Ραντ είδε ότι ήταν λίγοι παραπάνω από εκατό, και συνειδητοποίησε ότι, με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι τόσοι θα ήταν. Το στόμα του Χούριν είχε μείνει ανοιχτό· τα μάτια του είχαν γουρλώσει τόσο που κόντευαν να πέσουν.
«Δεν φτάνει το θάρρος για να δεσμευθεί ένας άνδρας στο Κέρας». Η φωνή του Άρτουρ του Γερακόφτερου ήταν βαθιά και ηχηρή, φωνή μαθημένη να διατάζει.
«Ή μια γυναίκα», είπε κοφτά η Μπιργκίτε.
«Ή μια γυναίκα», συμφώνησε ο Γερακόφτερος. «Λίγοι μόνο δεσμεύονται στον Τροχό, και τους υφαίνει δίχως τέλος για να εκτελούν το θέλημα του Τροχού στο Σχήμα των Εποχών. Θα μπορούσες να του το πεις, Λουζ Θέριν, αν μόνο μπορούσες να θυμηθείς, τότε που φορούσες σάρκα». Κοίταζε τον Ραντ.
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, αλλά δεν έχασε χρόνο σε αρνήσεις. «Ήρθαν εισβολείς, άνθρωποι που ονομάζονται Σωντσάν, που χρησιμοποιούν αλυσοδεμένες Άες Σεντάι στη μάχη. Πρέπει να τους ρίξουμε πίσω στη θάλασσα. Και — και υπάρχει μια κοπέλα. Η Εγκουέν αλ’Βερ. Μια μαθητευόμενη από το Λευκό Πύργο. Οι Σωντσάν την κρατούν φυλακισμένη. Πρέπει να με βοηθήσετε να την ελευθερώσουμε».