Выбрать главу

Προς έκπληξη του, αρκετοί από τη μικρή στρατιά πίσω από τον Γερακόφτερο γέλασαν πνιχτά, και η Μπιργκίτε, δοκιμάζοντας τη χορδή του τόξου της, γέλασε. «Πάντα διαλέγεις γυναίκες που σε βάζουν σε μπελάδες, Λουζ Θέριν». Του μίλησε με συμπάθεια, σαν να ’ταν παλιοί φίλοι.

«Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’Θορ», είπε αυτός απότομα. «Πρέπει να βιαστείτε. Δεν έχουμε χρόνο».

«Χρόνο;» είπε η Μπιργκίτε χαμογελώντας. «Έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεσή μας». Ο Γκάινταλ Κέιν άφησε τα χαλινάρια του να πέσουν και, οδηγώντας το άλογο με τα γόνατα, τράβηξε ένα σπαθί με κάθε χέρι Όλοι στη μικρή ομάδα των ηρώων ξεθηκάρωσαν σπαθιά, κατέβασαν τόξα, ζύγιασαν δόρατα και πέλεκεις.

Η Δικαιοσύνη γυάλιζε σαν καθρέφτης στο γαντοφορεμένο χέρι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. «Αναρίθμητες φορές πολέμησα στο πλευρό σου, Λουζ Θέριν, και άλλες τόσες στάθηκα εναντίον σου. Ο Τροχός μας υφαίνει για δικούς του σκοπούς και όχι δικούς μας, για να υπηρετήσουμε το Σχήμα. Σε γνωρίζω, αν και δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Θα διώξουμε για σένα αυτούς τους εισβολείς». Το πολεμικό του άτι χοροπήδησε, και εκείνος κοίταξε γύρω του, σμίγοντας τα φρύδια. «Κάτι πάει στραβά εδώ. Κάτι με κρατά». Ξαφνικά, γύρισε το κοφτερό του βλέμμα στον Ραντ. «Είσαι εδώ. Έχεις το λάβαρο;» Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τους άλλους πίσω του.

«Ναι». Ο Ραντ άνοιξε τα λουριά των σακιδίων του και έβγαλε το λάβαρο του Δράκοντα. Του γέμισε τα χέρια και κρεμάστηκε σχεδόν ως τα γόνατα του αλόγου του. Το μουρμουρητό δυνάμωσε.

«Το Σχήμα υφαίνεται γύρω από το λαιμό μας σαν σχοινί κρεμάλας», είπε ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. «Εσύ είσαι εδώ. Το λάβαρο είναι εδώ. Το υφαντό της στιγμής αυτής πήρε μορφή. Ήρθαμε στο Κέρας, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε το λάβαρο. Και τον Δράκοντα». Ο Χούριν έκανε έναν αχνό ήχο, σαν να ’χει κλείσει ο λαιμός του.

«Που να καώ», είπε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Είναι αλήθεια. Που να καώ!»

Ο Πέριν δίστασε μονάχα μια στιγμή, πριν κατέβει από το άλογο και χωθεί στην ομίχλη. Ακούστηκαν κοφτοί κρότοι, κι όταν γύρισε στους άλλους, κρατούσε ένα ίσιο φιντανάκι δίχως τα κλαριά του. «Δώσ’ το μου, Ραντ», είπε σοβαρά. «Αν το χρειάζονται. Δώσ’ το μου».

Ο Ραντ τον βοήθησε βιαστικά να δέσει το λάβαρο στον ιστό. Όταν ο Πέριν καβάλησε ξανά το άλογό του, με τον ιστό στο χέρι, ένα αεράκι φάνηκε να κάνει κυματάκια στο λευκό ύφασμα του λάβαρου, έτσι ώστε ο φιδόμορφος Δράκοντας έμοιασε να κινείται, ζωντανός. Ο άνεμος δεν άγγιξε τη βαριά ομίχλη, μόνο το λάβαρο.

«Μείνε εδώ», είπε ο Ραντ στον Χούριν. «Όταν τελειώσουν όλα... Εδώ θα είσαι ασφαλής».

Ο Χούριν τράβηξε το κοντό σπαθί του, κρατώντας το λες και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει από το ύψος της σέλας. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Ραντ, αλλά δεν νομίζω. Δεν καταλαβαίνω ούτε το ένα στα δέκα απ’ όσα άκουσα... απ’ όσα βλέπω» —η φωνή του χαμήλωσε και μετά ξαναδυνάμωσε— «αλλά έκανα τόσο δρόμο, και λέω να κάνω κι όσον απομένει».

Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος χτύπησε τον μυριστή στην πλάτη. «Μερικές φορές ο Τροχός προσθέτει άλλον ένα στη συντροφιά μας, φίλε μου. Ίσως κάποια μέρα βρεθείς ανάμεσα μας». Ο Χούριν ανακάθισε σαν να του ’χαν προσφέρει στέμμα. Ο Γερακόφτερος υποκλίθηκε επίσημα από τη σέλα του στον Ραντ. «Με την άδειά σου... Άρχοντα Ραντ. Σαλπιγκτή, θα μας χαρίσεις λίγη μουσική με το Κέρας; Αρμόζει να πάμε στη μάχη με το τραγούδι του Κέρατος. Σημαιοφόρε, θα προχωρήσεις;»

Ο Ματ ήχησε άλλη μια φορά το Κέρας, με μια μακριά και ψιλή νότα —που δόνησε την αχλύ— και ο Πέριν ξεκίνησε το άλογό του. Ο Ραντ τράβηξε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού και έφερ το άλογο του ανάμεσα στα δικά τους.

Δεν έβλεπε τίποτα εκτός από πυκνά άσπρα νέφη, αλλά, με κάποιον τρόπο, μπορούσε επίσης να δει και αυτό που έβλεπε πριν. Το Φάλμε, όπου κάποια χρησιμοποιούσε τη Δύναμη στους δρόμους, και το λιμάνι, και την ορδή των Σωντσάν, και τους Λευκομανδίτες που πέθαιναν, όλα από κάτω του, όλα να κρέμονται πάνω του, όλα όπως πριν. Έμοιαζε να μην είχε περάσει ούτε στιγμή από τότε που είχε ηχήσει το Κέρας, σαν να ’χε κάνει μια παύση ο χρόνος μέχρι να απαντήσουν οι ήρωες στο κάλεσμα, και τώρα ξανάρχιζε να μετρά.

Ο σκληρός ήχος που έβγαλε ο Ματ από το Κέρας αντήχησε στην ομίχλη, όπως και το ποδοβολητό των οπλών, καθώς τα άλογα έτρεχαν πιο γρήγορα. Ο Ραντ όρμηξε στην ομίχλη, ενώ αναρωτιόταν αν ήξερε πού πήγαινε. Τα σύννεφα πύκνωσαν, κρύβοντας τις άκρες της γραμμής των ηρώων που κάλπαζαν δεξιά κι αρύτερά του, κρύβοντας όλο και περισσότερους, ώσπου στο τέλος μπορούσε να δει καθαρά μονάχα τον Ματ και τον Πέριν και τον Χούριν. Ο Χούριν ζάρωνε χαμηλά στη σέλα, με μάτια διάπλατα, παρακινώντας το άλογό του να κάνει πιο γρήγορα. Ο Ματ ηχούσε το Κέρας, και στις ενδιάμεσες στιγμές γελούσε. Ο Πέριν, με τα κίτρινα μάτια του να λάμπουν, κρατούσε το λάβαρο του Δράκοντα, που ανέμιζε πίσω του. Έπειτα χάθηκαν κι αυτοί, και ο Ραντ κάλπαζε μόνος, όπως του φαινόταν.