Выбрать главу

Κατά έναν τρόπο, μπορούσε ακόμα να τους δει, αλλά τώρα ήταν με τον ίδιο τρόπο που έβλεπε το Φάλμε, και τους Σωντσάν. Δεν ήξερε πού ήταν οι άλλοι, ή πού ήταν αυτός. Έσφιξε πιο γερά το σπαθί του, κοίταξε στις ομίχλες μπροστά του. Εφορμούσε ολομόναχος διασχίζοντας την ομίχλη, και κάπως σαν να ήξερε ότι έτσι ήταν να γίνει.

Ξαφνικά μπροστά του φάνηκε ο Μπα’άλζαμον, απλώνοντας τα χέρια.

Ο Κοκκινοτρίχης υψώθηκε τρομαγμένος, εκσφενδονίζοντας τον Ραντ από τη σέλα του. Ο Ραντ έσφιξε απελπισμένα το σπαθί του, καθώς πετούσε στον αέρα. Έπεσε, αλλά όχι απότομα. Και μάλιστα, σκέφτηκε απορημένα, ήταν σαν να έπεφτε στο... τίποτα. Τη μια στιγμή έπλεε στις ομίχλες, την άλλη όχι.

Όταν σηκώθηκε όρθιος, το άλογό του είχε χαθεί, μα ο Μπα’άλζαμον ήταν ακόμα εκεί, προχωρώντας προς το μέρος του με ένα μακρύ, καρβουνιασμένο ραβδί στα χέρια. Ήταν μόνοι τους, μόνο αυτοί και η ομίχλη. Πίσω από τον Μπα’άλζαμον υπήρχε σκιά. Η ομίχλη δεν ήταν σκοτεινή πίσω του· αυτή η μαυρίλα απέκλειε τη λευκή ομίχλη.

Ο Ραντ είχε επίσης συνείδηση και άλλων πραγμάτων. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος και οι άλλοι ήρωες αντάμωναν τους Σωντσάν μέσα σε πυκνή ομίχλη. Ο Πέριν, με το λάβαρο, ανεβοκατέβαζε τον πέλεκύ του πιο πολύ για να απομακρύνει εκείνους που προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν παρά για να τους βλάψει. Ο Ματ ακόμα φυσούσε σκληρές νότες με το Κέρας του Βαλίρ. Ο Χούριν είχε κατέβει από τη σέλα και πολεμούσε με το κοντό σπαθί και το σπαθοσπάστη του, με το μόνο τρόπο που ήξερε. Τα πλήθη των Σωντσάν έδειχναν ότι δα τους έπνιγαν με μια επίδεση, αλλά αυτοί που οπισθοχωρούσαν ήταν ακριβώς οι αρματωμένοι Σωντσάν.

Ο Ραντ προχώρησε για να ανταμώσει τον Μπα’άλζαμον. Απρόθυμα, περιβλήθηκε το κενό, άπλωσε στην Αληθινή Πηγή, γέμισε από τη Μία Δύναμη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ίσως να μην είχε καμία πιθανότητα εναντίον του Σκοτεινού, αλλά, αν είχε έστω και μία, αυτή βρισκόταν στη Δύναμη. Η Δύναμη πότισε τα μέλη του, φάνηκε να μουσκεύει τα πάντα πάνω του, τα ρούχα του, το σπαθί του. Ένιωσε ότι το σώμα του έπρεπε να λάμπει σαν τον ήλιο. Τον μάγευε· τον έκανε να θέλει να κάνει εμετό.

«Μην μπαίνεις στο δρόμο μου», είπε τραχιά. «Δεν ήρθα εδώ για σένα».

«Η κοπέλα;» Ο Μπα’άλζαμον γέλασε. Το στόμα του γέμισε φλόγες. Τα εγκαύματά του είχαν σχεδόν επουλωθεί, αφήνοντας πίσω μόνο λίγες ροδαλές ουλές που έσβηναν. Έμοιαζε με εμφανίσιμο άνδρα μέσης ηλικίας. Αν εξαιρούσες το στόμα και τα μάπα του. «Ποια απ’ όλες, Λουζ Θέριν; Αυτή τη φορά δεν θα έχεις κανέναν να σε βοηθήσει. Ή είσαι δικός μου, ή θα πεθάνεις. Και τότε πάλι δικός μου θα είσαι».

«Ψεύτη!» γρύλισε ο Ραντ. Χτύπησε τον Μπα’άλζαμον, αλλά το ραβδί από καρβουνιασμένο ξύλο απέκρουσε τη λεπίδα του με μια βροχή από σπίθες. «Πατέρα του Ψεύδους!»

«Ανόητε! Οι άλλοι ανόητοι που κάλεσες δεν σου είπαν ποιος είσαι;» Οι φλόγες στο πρόσωπο του Μπα’άλζαμον τριζοβόλησαν με το γέλιο του.

Ακόμα κι εκεί που έπλεε στην αδειανωσύνη, ο Ραντ ένιωσε ρίγος. Θα έλεγαν ψέματα; Δεν θέλω να είμαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Έσφιξε το σπαθί του. Έκανε το Χώρισμα του Μεταξιού, αλλά ο Μπα’άλζαμον παραμέρισε κάθε χτύπημά του· σπίθες τινάχτηκαν, σαν να ’πεφταν από το σφυρί και το αμόνι ενός σιδερά. «Έχω δουλειές στο Φάλμε, όχι μαζί σου. Ποτέ μαζί σου», είπε ο Ραντ. Πρέπει να κρατήσω την προσοχή του μέχρι να ελευθερώσουν την Εγκουέν. Με κείνο τον αλλόκοτο τρόπο, μπορούσε να δει τη μάχη να μαίνεται στους περιφραγμένους χώρους για τις άμαξες και τα άλογα που σκεπάζονταν από ομίχλη.

«Αξιολύπητε. Ήχησες το Κέρας του Βαλίρ. Είσαι συνδεμένος πια μαζί του. Νομίζεις ότι τα σκουλήκια του Λευκού Πύργου θα σε αφήσουν ποτέ ελεύθερο τώρα; Θα σου περάσουν αλυσίδες στο λαιμό, τόσο βαριές που δεν θα τις κόψεις ποτέ».

Ο Ραντ ξαφνιάστηκε τόσο, που το ένιωσε μέσα στο κενό. Δεν ξέρει τα πάντα. Δεν ξέρει! Ήταν σίγουρος ότι η έκφραση του είχε φανερώσει τη σκέψη του. Για να την καλύψει, όρμηξε στον Μπα’άλζαμον. Το Κολιμπρί φιλά το Ρόδο. Το Φεγγάρι στα Νερά. Το Χελιδόνι Σχίζει τον Αέρα. Αστραπές πετάγονταν ανάμεσα στο σπαθί και στο ραβδί. Βροχές από λαμπυριστές σπίθες έπεφταν στην ομίχλη. Ο Μπα’άλζαμον υποχώρησε, με τα μάτια του να φλέγονται σαν θυμωμένα καμίνια.

Με τις άκρες της αντίληψης του, ο Ραντ είδε τους Σωντσάν να οπισθοχωρούν στους δρόμους του Φάλμε, πολεμώντας απελπισμένα. Οι νταμέην όργωναν τη γη με τη Μία Δύναμη, αλλά αυτή δεν μπορούσε να βλάψει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο και τους άλλους ήρωες του Κέρατος.