Выбрать главу

«Θα μείνεις σκουλήκι κάτω από πέτρα;» γρύλισε ο Μπα’άλζαμον. Το σκοτάδι πίσω του έβραζε και αναδευόταν. «Θα σκοτωθείς εδώ που στεκόμαστε. Η Δύναμη μαίνεται μέσα σου. Σε καίει. Σε σκοτώνει! Εγώ μονάχα σ’ όλο τον κόσμο μπορώ να σου διδάξω πώς να τη χαλιναγωγήσεις. Υπηρέτησε με, και θα ζήσεις. Υπηρέτησέ με, ή πέθανε!»

«Ποτέ!» Πρέπει να τον κρατήσω όσο χρειαστεί. Βιάσου, Γερακόφτερε. Βιάσου! Εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση κατά του Μπα’άλζαμον. Το Περιστέρι Πετά. Το Φύλλο Πέφτει.

Αυτή τη φορά οπισθοχώρησε ο ίδιος. Είδε αμυδρά τους Σωντσάν να μάχονται, προχωρώντας πάλι μπροστά ανάμεσα στους στάβλους. Προσπάθησε πιο δυνατά. Η Αλκυόνη Πιάνει το Ψαρόνι. Οι Σωντσάν υποχώρησαν στην εφόρμηση των άλλων, με τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο και τον Πέριν δίπλα-δίπλα, στην πρώτη γραμμή. Δεματιασμένα Άχυρα. Ο Μπα’άλζαμον απέκρουσε το χτύπημα μ’ ένα σιντριβάνι σαν από πορφυρές πυγολαμπίδες και ο Ραντ αναγκάστηκε να απομακρυνθεί μ’ ένα πήδημα, επειδή το ραβδί θα του άνοιγε το κεφάλι· ο αέρας από το πέρασμα του ραβδιού του άγγιξε τα μαλλιά. Οι Σωντσάν χίμηξαν μπροστά. Το Άναμμα της Σπίθας. Σπίθες πετάχτηκαν σαν χαλάζι, ο Μπα’άλζαμον τινάχτηκε στο πλάι, και οι Σωντσάν απωθήθηκαν ως τους λιθόστρωτους δρόμους.

Ο Ραντ θέλησε να ουρλιάξει δυνατά. Ξαφνικά καταλάβαινε ότι οι δυο μάχες συνδέονταν. Όταν προχωρούσε, οι ήρωες που είχε καλέσει το Κέρας έδιωχναν τους Σωντσάν· όταν υποχωρούσε, οι Σωντσάν ξανάρχονταν.

«Λεν θα σε σώσουν», είπε ο Μπα’άλζαμον. «Εκείνες που θα μπορούσαν ίσως να σε σώσουν θα σταλούν στην άλλη άκρη του Ωκεανού Άρυθ. Αν τις ξαναδείς ποτέ, θα είναι δούλες με κολάρα, και θα σε σκοτώσουν για τους καινούργιους αφέντες τους».

Εγκουέν. Δεν θα τους αφήσω να της το κάνουν αυτό.

Η φωνή του Μπα’άλζαμον έπνιξε τις σκέψεις του. «Μόνο μία είναι η σωτηρία σου, Λουζ Θέριν, Σφαγέα. Εγώ είμαι η μόνη σωτηρία σου. Υπηρέτησέ με, και θα σου χαρίσω τον κόσμο. Αντιστάσου, και θα σε σκοτώσω όπως έκανα πάντα. Αλλά αυτή τη φορά θα σκοτώσω ακόμα και την ψυχή σου, θα σε σκοτώσω οριστικά και δια παντός».

Νίκησα πάλι, Λουζ Θέριν. Η σκέψη ήταν πέρα από το κενό, αλλά χρειάστηκε να καταβάλει κόπο για να την αγνοήσει, για να μην σκεφτεί όλες τις ζωές στις οποίες την είχε ακούσει. Κούνησε το σπαθί, και ο Μπα’άλζαμον ετοίμασε το ραβδί του.

Για πρώτη φορά, ο Ραντ κατάλαβε ότι ο Μπα’άλζαμον έκανε σαν να μπορούσε να τον βλάψει η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Το ατσάλι δεν μπορεί να πληγώσει τον Σκοτεινό. Αλλά ο Μπα’άλζαμον κοίταζε το σπαθί επιφυλακτικά. Ο Ραντ ήταν ένα με το σπαθί. Μπορούσε να νιώσει κάθε κόκκο του, τα μικρά κομματάκια, χιλιάδες φορές πιο μικρά απ’ ό,τι μπορούσε να δει κανείς με γυμνό μάτι. Και ένιωθε τη Δύναμη που τον πότιζε να κυλά και μέσα στο σπαθί επίσης, να πλέκεται μέσα στα περίπλοκα σχήματα που είχαν πλάσει οι Άες Σεντάι στους Πολέμους των Τρόλοκ.

Τότε άκουσε μια άλλη φωνή. Τη φωνή του Λαν. Θα ’ρθει καιρός που θα θέλεις κάτι περισσότερο κι από τη ζωή σου. Τη φωνή του Ίνγκταρ. Κάθε άνδρας έχει το δικαίωμα να διαλέξει πότε θα Θηκαρώσει το Σπαθί. Του ήρθε μια εικόνα στη νου, η Εγκουέν, φορώντας κολάρο, να ζει ως νταμέην. Νήματα της ζωής μου, που κινδυνεύουν. Εγκουέν. Αν ο Γερακόφτερος μπει στο Φάλμε, θα τη σώσει. Πριν καλά-καλά το καταλάβει, είχε πάρει τη θέση του Ερωδιού που Βαδίζει στις Καλαμιές, ισορροπώντας στο ένα πόδι, με το σπαθί ψηλά, ακάλυπτος και απροστάτευτος. Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό.

Ο Μπα’άλζαμον τον κοίταξε. «Γιατί χαμογελάς σαν χαζός, ανόητε; Δεν ξέρεις ότι μπορώ να σε αφανίσω;»

Ο Ραντ ένιωσε μια γαλήνη πέρα από εκείνη του κενού. «Ποτέ δεν θα σε υπηρετήσω, Πατέρα του Ψεύδους. Σε χίλιες ζωές, ποτέ δεν σε υπηρέτησα. Το ξέρω. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Έλα. Είναι ώρα να πεθάνεις».

Τα μάτια του Μπα’άλζαμον πλάτυναν· για μια στιγμή, έγιναν καμίνια, που έκαναν τον ιδρώτα να κυλήσει στο πρόσωπο του Ραντ. Η μαυρίλα πίσω από τον Μπα’άλζαμον απλώθηκε ολόγυρά του, και το πρόσωπο του σκλήρυνε. «Τότε πέθανε, σκουλήκι!» Χτύπησε με το ραβδί, σαν να κρατούσε λόγχη.

Ο Ραντ ούρλιαξε, όταν το ένιωσε να τρυπά το πλευρό του, καίγοντας σαν λευκοπυρωμένο σίδερο. Το κενό τρεμούλιασε, αλλά ο Ραντ συγκρατήθηκε με τα τελευταία απομεινάρια της δύναμής του, και έχωσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού στην καρδιά του Μπα’άλζαμον. Ο Μπα’άλζαμον έσκουζε, το σκοτάδι πίσω του έσκουξε κι αυτό. Ο κόσμος ανατινάχτηκε και πνίγηκε στις φλόγες.

48

Η Πρώτη Ανακήρυξη

Η Μιν ανηφόριζε με κόπο το καλντερίμι, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, που στέκονταν χαζεύοντας με πρόσωπο κατάχλωμο, όσοι απ’ αυτούς δεν τσίριζαν υστερικά. Μερικοί έτρεχαν, δείχνοντας να μην έχουν ιδέα προς τα πού πήγαιναν, αλλά οι περισσότεροι προχωρούσαν σαν κακοπαιγμένες μαριονέτες, που περισσότερο φοβούνταν να φύγουν παρά να μείνουν. Η Μιν κοίταζε τα πρόσωπά τους, ελπίζοντας να βρει την Εγκουέν, ή την Ηλαίην, ή τη Νυνάβε, όμως μονάχα Φαλμινούς έβλεπε μπροστά της. Και υπήρχε κάτι που την τραβούσε, σαν να την είχε δεμένη με κορδόνι.