Κάποια στιγμή γύρισε να δει πίσω. Τα πλοία των Σωντσάν καίγονταν στο λιμάνι, και έβλεπε κι άλλα, που τα τύλιγαν οι φλόγες πέρα από το άνοιγμα του λιμανιού. Πολλά τετράγωνα πανιά φαίνονταν μικρά κόντρα στον ήλιο που έδυε, καθώς σάλπαραν προς τα δυτικά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να φέρουν τον άνεμο οι νταμέην τους, κι ένα μικρό πλοίο έφευγε από την αποβάθρα, στρίβοντας τα πανιά για να πιάσει τον αέρα που θα το έφερνε στην ακτή. Το Αφρόνερο. Δεν κατηγορούσε τον Μπέυλ που δεν περίμενε περισσότερο, μετά απ’ όσα είχαν δει τα μάτια της· της φαινόταν ότι ήταν θαύμα και τόσο που είχε κάτσει να τις περιμένει.
Υπήρχε ένα σκάφος των Σωντσάν στο λιμάνι που δεν καιγόταν, αν και οι πύργοι του ήταν μαυρισμένοι από τις φωτιές που είχαν σβήσει. Καθώς το ψηλό πλοίο προχωρούσε προς την έξοδο του λιμανιού, μια μορφή σε άλογο φάνηκε ξαφνικά να έρχεται, στρίβοντας πίσω από τους γκρεμούς που αγκάλιαζαν την είσοδο του λιμανιού. Καλπάζοντας πάνω στα νερά. Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το ασήμι λαμπύρισε, καθώς η μορφή σήκωνε το τόξο της· μια ασημένια τροχιά κάρφωσε το τετράγωνο πλοίο, μια λαμπερή γραμμή, που ένωσε τόξο και πλοίο. Μ’ ένα βρυχηθμό, τον οποίο η Μιν μπορούσε ν’ ακούσει ακόμα και απ’ αυτή την απόσταση, η φωτιά τύλιξε πάλι τον μπροστινό πύργο, και οι ναύτες άρχισαν να τρέχουν στο κατάστρωμα.
Η Μιν ανοιγόκλεισε τα μάτια, κι όταν ξανακοίταξε, η έφιππη φιγούρα είχε χαθεί. Το πλοίο ακόμα προχωρούσε αργά προς τον ωκεανό, ενώ το πλήρωμά του πολεμούσε τις φλόγες.
Τινάχτηκε για να ξεζαλιστεί και πήρε πάλι το δρόμο. Είχε δει πολλά εκείνη τη μέρα, κι έτσι κάποιος που κάλπαζε πάνω στα νερά δεν μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή παρά μόνο για μια στιγμή. Ακόμα κι αν πράγματι ήταν η Μπιργκίτε και το τόξο της. Και ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Τον είδα. Στ’ αλήθεια.
Σταμάτησε διστακτικά μπροστά σε ένα από τα ψηλά, πέτρινα κτίρια, χωρίς να δίνει σημασία στους αποσβολωμένους ανθρώπους, που την έσπρωχναν για περάσουν. Εκεί, κάπου εκεί μέσα, ήταν το μέρος που έπρεπε πάει. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα με δύναμη.
Κανένας δεν προσπάθησε να την εμποδίσει. Απ’ ό,τι έβλεπε, ήταν μόνη της στο κτίριο. Οι περισσότεροι άνθρωποι του Φάλμε ήταν στους δρόμους και απορούσαν μήπως είχαν τρελαθεί ομαδικά. Διέσχισε το σπίτι, βγήκε στον κήπο πίσω του, και ήταν εκεί.
Ο Ραντ κειτόταν ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από μια βαλανιδιά, με το πρόσωπο ωχρό και τα μάτια κλειστά, ενώ το αριστερό του χέρι κρατούσε μια λαβή που κατέληγε σε μια λεπίδα περίπου τριάντα πόντων, που έμοιαζε να έχει λιώσει στην άκρη της. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε υπερβολικά αργά, κι όχι με τον κανονικό ρυθμό κάποιου που ανασαίνει φυσιολογικά.
Η Μιν ανάσανε βαθιά για να καλμάρει και πήγε να δει τι μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν. Πρώτα έπρεπε να ξεφορτωθεί εκείνο το απομεινάρι της λεπίδας· θα έκανε ζημιά στον εαυτό του, ή σ’ αυτήν, αν άρχιζε να σφαδάζει. Του άνοιξε το χέρι, και το πρόσωπο της συσπάστηκε, όταν κατάλαβε τη λαβή να κολλά στην παλάμη του. Αλλά ήταν προφανές ότι δεν έφταιγε αυτό που κειτόταν εκεί αναίσθητος. Πώς το κατάφερε; Η Νυνάβε θα του βάλει αλοιφή μετά.
Εξετάζοντάς τον βιαστικά, είδε ότι τα περισσότερα κοψίματα και οι μελανάδες δεν ήταν καινούργια —ή τουλάχιστον το αίμα είχε χρόνο να ξεραθεί και οι μελανάδες είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν στις άκρες· αλλά υπήρχε μια τρύπα από κάψιμο στο πανωφόρι του, στην αριστερή πλευρά. Του άνοιξε το πανωφόρι, τράβηξε το πουκάμισο. Η ανάσα βγήκε σφυριχτή από τα χείλη της. Υπήρχε μια πληγή που είχε κάψει το πλευρό του, αλλά είχε καυτηριαστεί μόνη της. Αυτό που την κλόνισε ήταν η αίσθηση της πληγής. Είχε μια αίσθηση παγωνιάς· έκανε τον αέρα να μοιάζει ζεστός.
Τον έπιασε από τους ώμους και άρχισε να τον σέρνει προς το σπίτι. Εκείνος κρεμόταν ασάλευτος, νεκρό βάρος. «Χοντροκέφαλε», είπε μουγκρίζοντας. «Δεν μπορούσες να είσαι κοντός κι ελαφρύς, ε; Έπρεπε να έχεις ώμους και πόδια. Κακώς δεν σε αφήνω εκεί έξω».
Αλλά ανηφόρισε με κόπο τα σκαλιά, προσέχοντας να μην τον τραντάξει περισσότερο απ’ όσο γινόταν, και τον έβαλε στο σπίτι. Τον ακούμπησε λίγο πιο μέσα από την πόρτα κι έξυσε την πλάτη της, μουρμουρίζοντας για το Σχήμα, και έψαξε το κτίριο στα γρήγορα. Υπήρχε μια μικρή κρεβατοκάμαρα στο πίσω μέρος, που ίσως ήταν δωμάτιο υπηρετών, με ένα κρεβάτι γεμάτο κουβέρτες και ξύλα βαλμένα έτοιμα στο τζάκι. Στο πι και φι άναψε τη φωτιά και κατέβασε τις κουβέρτες, κι έβαλε μια λάμπα στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι. Έπειτα ξαναγύρισε στον Ραντ.