Δεν ήταν εύκολη δουλειά να τον φέρει στο δωμάτιο ή να τον ανεβάσει στο κρεβάτι, μα τα κατάφερε, χωρίς να λαχανιάσει πολύ, και μετά τον σκέπασε. Μετά από μια στιγμή, έχωσε το χέρι της κάτω από τις κουβέρτες· μόρφασε και κούνησε το κεφάλι. Τα σεντόνια ήταν παγωμένα· το κορμί του Ραντ δεν είχε θερμότητα για να τη συγκρατήσουν οι κουβέρτες. Μ’ ένα στεναγμό αγανάκτησης, η Μιν χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα δίπλα του. Μετά από λίγο, ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο του. Τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά, η ανάσα του ακανόνιστη, αλλά της φαινόταν πως, αν τον άφηνε για να φέρει τη Νυνάβε, θα τον ξανάβρισκε νεκρό. Χρειάζεται μια Άες Σεντάι, σκέφτηκε. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του προσφέρω λίγη ζεστασιά.
Περιεργάστηκε το πρόσωπο του για λίγη ώρα. Το μόνο που έβλεπε ήταν το πρόσωπο του· δεν μπορούσε να διαβάσει κάποιον που δεν ήταν σε εγρήγορση. «Μου αρέσουν οι ώριμοι άνδρες», του είπε. «Μου αρέσουν οι μορφωμένοι, οι πνευματώδεις. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι φάρμες, τα πρόβατα, οι βοσκοί. Ειδικά οι νεαροί βοσκοί». Αναστέναζε και τράβηξε τα μαλλιά του, που έπεφταν στο πρόσωπο του· ήταν τόσο απαλά. «Μα, βέβαια, δεν είσαι βοσκός, ε; Δεν είσαι πια βοσκός. Φως μου, τι ήθελε το Σχήμα και με έριζε κοντά σου; Δεν μπορούσα να είμαι κάπου ασφαλής και ήσυχη, ας πούμε ναυαγισμένη χωρίς φαγητό μαζί με δέκα Αελίτες;»
Ακούστηκε ένας ήχος από το διάδρομο, και η Μιν σήκωσε το κεφάλι, καθώς άνοιγε η πόρτα. Εκεί στεκόταν η Εγκουέν, κοιτάζοντάς τους στο φως που έριχνε το τζάκι και η λάμπα. «Α», ήταν το μόνο που είπε.
Τα μάγουλά της Μιν κοκκίνισαν. Γιατί κάνω σαν να ’κανα κάτι κακό; Χαζή! «Τον... τον κρατάω ζεστό. Είναι αναίσθητος και παγωμένος».
Η Εγκουέν δεν μπήκε πιο μέσα στο δωμάτιο. «Τον — τον ένιωσα να με τραβά. Να με χρειάζεται. Το ένιωσε και η Ηλαίην επίσης. Νόμιζα ότι κάτι είχε να κάνει με αυτό — με αυτό που είναι ο Ραντ, αλλά η Νυνάβε δεν ένιωσε τίποτα». Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα. «Η Ηλαίην και η Νυνάβε πήγαν να φέρουν τα άλογα. Βρήκαμε την Μπέλα. Οι Σωντσάν άφησαν πίσω τα πιο πολλά άλογά τους. Η Νυνάβε λέει ότι πρέπει να φύγουμε μόλις μπορέσουμε, και — και... Μιν, ξέρεις τι είναι ο Ραντ, τώρα, έτσι δεν είναι;»
«Ξέρω». Η Μιν θέλησε να τραβήξει το χέρι της, που ήταν κάτω από το κεφάλι του Ραντ, αλλά δεν μπορούσε να σαλέψει. «Νομίζω, δηλαδή. Ό,τι κι αν είναι, είναι πληγωμένος. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν, μόνο να τον κρατήσω ζεστό. Ίσως μπορώ η Νυνάβε».
«Μιν, ξέρεις... ξέρεις ότι δεν μπορεί να παντρευτεί. Δεν είναι... ασφαλής... για καμία μας, Μιν».
«Να μιλάς μόνο για σένα», είπε η Μιν. Έγειρε το κεφάλι του Ραντ στο στήθος της. «Όπως είχε πει η Ηλαίην. Τον παράτησες για το Λευκό Πύργο. Τι σε νοιάζει αν τον μαζέψω εγώ;»
Η Εγκουέν την κοίταξε γι’ αρκετή ώρα, ή έτσι της φάνηκε. Όχι τον Ραντ, καθόλου, μόνο αυτήν. Ένιωσε το πρόσωπο της να γίνεται κατακόκκινο και θέλησε να τραβήξει το βλέμμα, αλλά δεν μπορούσε.
«Θα φέρω τη Νυνάβε», είπε στο τέλος η Εγκουέν, και βγήκε από το δωμάτιο με το κορμί στητό και το κεφάλι ψηλά.
Η Μιν ήθελε να φωνάξει, να την ακολουθήσει, αλλά κειτόταν εκεί σαν παγωμένη. Δάκρυα σύγχυσης ανάβλυσαν στα μάτια της. Έτσι πρέπει να γίνει. Το ξέρω. Το διάβασα σε όλες. Φως μου, δεν θέλω να ανακατευτώ σ’ όλα αυτά. «Το σφάλμα είναι δικό σου», είπε στην ασάλευτη μορφή του Ραντ. «Όχι, δεν είναι. Αλλά νομίζω πως θα πληρώσεις γι’ αυτό. Είμαστε όλοι πιασμένοι σαν μύγες σε ιστό αράχνης. Αν της έλεγα ότι είναι να έρθει άλλη μια γυναίκα, μια που δεν την ξέρει καν; Και τώρα που το σκέφτομαι, τι άραγε θα ’λεγες εσύ γι’ αυτό, καλέ μου Άρχοντα Βοσκέ; Δεν είσαι καθόλου άσχημος, αλλά... Φως μου, δεν ξέρω καν αν θα διαλέξεις εμένα. Δεν ξέρω αν θέλω να με διαλέξεις. Ή μήπως θα προσπαθήσεις να μας αγκαλιάσεις και τις τρεις; Μπορεί να μην είναι δικό σου το σφάλμα, Ραντ αλ’Θορ, αλλά δεν είναι δίκαιο».
«Όχι ο Ραντ αλ’Θορ», είπε μια μελωδική φωνή από την πόρτα. «Ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».
Η Μιν έμεινε κοιτώντας. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ της, με χλωμή, απαλή επιδερμίδα, μακριά μελαχρινά μαλλιά και μάτια μαύρα σαν τη νύχτα. Το φόρεμά της ήταν τόσο λευκό, που θα ’κανε το χιόνι να μοιάζει βρώμικο, και είχε ασημένια ζώνη. Όλα τα κοσμήματά της ήταν από ασήμι. Η Μιν ένιωσε να φουντώνει μέσα της. «Τι εννοείς; Ποια είσαι;»
Η γυναίκα ήρθε και στάθηκε πάνω από το κρεβάτι —οι κινήσεις της είχαν τόση χάρη, που η Μιν ένιωσε μια σουβλιά φθόνου, αν και ποτέ άλλοτε δεν είχε ζηλέψει γυναίκα για τίποτα— και έστρωσε τα μαλλιά του Ραντ, σαν να μην ήταν εκεί η Μιν. «Νομίζω πως δεν το πιστεύει ακόμα. Το ξέρει, μα δεν το πιστεύει. Οδήγησα τα βήματά του, τον παρέσυρα, τον παρακίνησα, τον ξελόγιασα. Πάντα ήταν πεισματάρης, μα αυτή τη φορά θα τον πλάσω εγώ. Ο Ισαμαήλ νομίζει πως αυτός κινεί τα νήματα, αλλά τα κινώ εγώ». Το δάχτυλό της χάιδεψε το μάγουλο του Ραντ, σαν να ζωγράφιζε ένα σημάδι· η Μιν σκέφτηκε ταραγμένα ότι έμοιαζε με το Δόντι του Δράκοντα. Ο Ραντ σάλεψε, μουρμουρίζοντας, για πρώτη φορά από τη στιγμή που τον είχε βρει.