Выбрать главу

«Ποια είσαι εσύ;» ζήτησε να μάθει η Μιν. Η γυναίκα την κοίταξε, απλώς την κοίταξε, αλλά η Μιν ένιωσε να ζαρώνει πάνω στα μαξιλάρια και έσφιξε τον Ραντ με πάθος.

«Με λένε Λανφίαρ, κορίτσι μου».

Η Μιν ξαφνικά ένιωσε το στόμα της τόσο ξερό, που δεν θα μπορούσε να μιλήσει ακόμα κι αν απ’ αυτό κρεμόταν η ζωή της. Μια από τους Αποδιωγμένους! Όχι! Φως μου, όχι! Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι. Η άρνησή της έκανε τη Λανφίαρ να χαμογελάσει.

«Ο Λουζ Θέριν ήταν και είναι δικός μου, κορίτσι μου. Φρόντισέ τον μου μέχρι να έρθω για να τον πάρω». Και χάθηκε.

Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τη μια στιγμή ήταν εκεί, την άλλη είχε χαθεί. Η Μιν ένιωσε ότι αγκάλιαζε σφιχτά το αναίσθητο κορμί του Ραντ. Ευχήθηκε να μην ένιωθε μέσα της ότι τον ήθελε να την προστατεύσει.

Με μια βλοσυρή κι αποφασισμένη έκφραση στο ισχνό πρόσωπο του, ο Μπάυαρ κάλπαζε με τον δύοντα ήλιο στην πλάτη του, χωρίς να ρίχνει ούτε ματιά πίσω του. Είχε δει ό,τι χρειαζόταν, όσα μπορούσε με κείνη την καταραμένη ομίχλη. Η λεγεώνα είχε σφαγιασθεί, ο Άρχοντας Ταξιάρχης Τζέφραμ Μπόρνχαλντ ήταν νεκρός, και μόνο μια εξήγηση υπήρχε γι’ αυτό· οι Σκοτεινόφιλοι τους είχαν προδώσει, Σκοτεινόφιλοι σαν εκείνον τον Πέριν από τους Δύο Ποταμούς. Αυτή την είδηση θα μετέφερε στον Ντάιν Μπόρνχαλντ, τον γιο του Άρχοντα Ταξιάρχη, που φύλαγε έξω από την Ταρ Βάλον με τα Τέκνα του Φωτός. Αλλά είχε και χειρότερα νέα, και όχι σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον ίδιο τον Πέντρον Νάιαλ. Έπρεπε να πει τι είχε δει στον ουρανό πάνω από το Φάλμε. Καμτσίκωσε το άλογο με τα χαλινάρια, και δεν έριξε πίσω ούτε ματιά.

49

Αυτό που Προοριζόταν να Γίνει

Ο Ραντ άνοιξε τα μάτια, και βρέθηκε να κοιτάζει τις γερτές ακτίνες του ήλιου που περνούσαν από τα κλαριά μιας σημύδας, που τα πλατιά, σκληρά φύλλα της ήταν ακόμα πράσινα παρά την εποχή του χρόνου. Ο άνεμος έκανε τα φύλλα να θροΐζουν κι έφερνε μαζί του μια γεύση από χιόνι, που ίσως έπεφτε με το σκοτάδι. Ο Ραντ έμεινε ξαπλωμένος, νιώθοντας να τον σκεπάζουν κουβέρτες. Το πανωφόρι και το πουκάμισό του έλειπαν, αλλά κάτι έσφιγγε το στήθος του, και η αριστερή πλευρά του τον πονούσε. Γύρισε το κεφάλι, και η Μιν καθόταν εκεί στο χώμα, παρακολουθώντας τον. Παραλίγο δεν θα τη γνώριζε, τώρα που φορούσε φουστάνι. Του χαμογέλασε διστακτικά.

«Μιν. Εσύ είσαι. Πώς βρέθηκες εδώ; Πού είμαστε;» Η μνήμη του επέστρεψε με αναλαμπές και θραύσματα. Θυμόταν τα παλιά, αλλά οι τελευταίες μέρες έμοιαζαν με κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη, που στροβιλίζονταν στο νου του κι έδειχναν φευγαλέες εικόνες, που χάνονταν πριν τις δει καθαρά.

«Φύγαμε από το Φάλμε», είπε εκείνη. «Τώρα είμαστε πέντε μέρες δρόμο ανατολικά από κει, και όλο αυτό τον καιρό κοιμόσουνα».

«Το Φάλμε». Κι άλλες θύμησες. Ο Ματ είχε φυσήξει το Κέρας του Βαλίρ. «Η Εγκουέν! Είναι...; Την ελευθέρωσαν;» Κράτησε την ανάσα του.

«Δεν ξέρω ποιους εννοείς, αλλά είναι ελεύθερη. Την ελευθερώσαμε εμείς».

«Εσείς; Δεν καταλαβαίνω». Είναι ελεύθερη. Τουλάχιστον είναι—

«Η Νυνάβε, και η Ηλαίην, κι εγώ».

«Η Νυνάβε; Η Ηλαίην; Πώς; Ήσασταν όλες στο Φάλμε;» Πάσχισε να ανακαθίσει, αλλά εκείνη τον έσπρωξε πίσω με άνεση και στάθηκε εκεί, με τα χέρια της στους ώμους του, με το βλέμμα της καρφωμένο στο πρόσωπο του. «Πού είναι;»

«Έφυγε». Η Μιν κοκκίνισε. «Όλοι έφυγαν. Και η Εγκουέν, και η Νυνάβε, και ο Ματ, και ο Χούριν, και η Βέριν. Ο Χούριν δεν ήθελε καθόλου να σε αφήσει. Είναι στο δρόμο για την Ταρ Βάλον. Η Εγκουέν και η Νυνάβε για να συνεχίσουν την εκπαίδευση στον Πύργο, και ο Ματ για να του κάνουν οι Άες Σεντάι ό,τι χρειάζεται για το εγχειρίδιο. Πήραν μαζί τους το Κέρας του Βαλίρ. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το είδα».

«Έφυγε», μουρμούρισε αυτός. «Δεν περίμενε καν να ξυπνήσω». Η Μιν κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, και κάθισε πίσω, χαμηλώνοντας το βλέμμα.

Σήκωσε τα χέρια του για να τρίψει το πρόσωπο του, και πάγωσε από το σοκ, όταν είδε τις παλάμες του. Τώρα και στην αριστερή υπήρχε το αποτύπωμα ενός ερωδιού, που έκανε ζευγάρι με τον άλλο στη δεξιά, μ’ όλες τις γραμμές πεντακάθαρες. Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο του· δυο φορές ο ερωδιός, για να πει ότι είναι αληθινός. «Όχι!»