«Έφυγαν», είπε εκείνη. «Με το ‘όχι’, δεν αλλάζει τίποτα».
Αυτός κούνησε το κεφάλι. Κάτι του έλεγε ότι ο πόνος στο πλευρό του είχε μεγάλη σημασία. Δεν θυμόταν πώς είχε τραυματιστεί, αλλά είχε σημασία. Έκανε να σηκώσει τις κουβέρτες για να κοιτάξει, αλλά αυτή του μπάτσισε το χέρι.
«Μόνο κακό θα κάνεις. Ακόμα δεν έθρεψε. Η Βέριν προσπάθησε να το Θεραπεύσει, αλλά είπε ότι δεν αντιδρούσε όπως έπρεπε». Δίστασε, δάγκωσε το χείλος της. «Η Μουαραίν λέει ότι η Νυνάβε πρέπει να έκανε κάτι, αλλιώς δεν θα είχες ζήσει μέχρι να σε πάμε στη Βέριν, αλλά η Νυνάβε λέει ότι ήταν τόσο τρομαγμένη, που δεν μπορούσε ούτε κερί να ανάψει. Υπάρχει κάτι... κακό στην πληγή σου. Πρέπει να περιμένεις να επουλωθεί φυσιολογικά». Κάτι έμοιαζε να τη βασανίζει.
«Είναι εδώ η Μουαραίν;» Άφησε ένα πικρό, ξερό γέλιο. «Όταν είπες ότι η Βέριν έχει φύγει, νόμισα ότι είχα γλιτώσει πάλι από τις Άες Σεντάι».
«Εδώ είμαι», είπε η Μουαραίν. Εμφανίστηκε ντυμένη στα γαλάζια, και γαλήνια σαν να βρισκόταν στο Λευκό Πύργο, και πλησίασε για να σταθεί από πάνω του. Η Μιν κοίταζε κατσουφιασμένη την Άες Σεντάι. Ο Ραντ είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι ήθελε να τον προστατεύσει από τη Μουαραίν.
«Μακάρι να μην ήσουν εδώ», είπε στην Άες Σεντάι. «Αν θες τη γνώμη μου, μπορείς να γυρίσεις εκεί που κρυβόσουν και να μην ξαναβγείς.»
«Δεν κρυβόμουν», είπε ατάραχα η Μουαραίν. «Έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω, εδώ στο Τόμαν Χεντ, και στο Φάλμε. Ήταν λίγα, αν και έμαθα πολλά. Απέτυχα να σώσω δύο αδελφές μου, πριν τις φορτώσουν στα πλοία οι Σωντσάν μαζί με τις Δεμένες, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα».
«Ό,τι μπορούσες. Έστειλες τη Βέριν να με προσέχει, αλλά δεν είμαι πρόβατο, Μουαραίν. Είπες ότι μπορώ να πάω όπου θέλω, και θέλω να πάω όπου δεν είσαι εσύ».
«Δεν έστειλα εγώ τη Βέριν», είπε η Μουαραίν σμίγοντας τα φρύδια. «Ήρθε από μόνη της. Είναι πολλοί που ενδιαφέρονται για σένα, Ραντ. Μήπως σε βρήκε ο Φάιν, ή τον βρήκες εσύ;»
Η ξαφνική αλλαγή θέματος τον ξάφνιασε. «Τον Φάιν; Όχι. Καλός ήρωας είμαι. Πήγα να σώσω την Εγκουέν, και την έσωσε η Μιν. Ο Φάιν είπε ότι θα έκανε κακό στο Πεδίο του Έμοντ, αν δεν τον αντιμετώπιζα, και δεν τον βρήκα πουθενά. Πήγε κι αυτός με τους Σωντσάν;»
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Λεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα. Αλλά είναι καλύτερα που δεν τον βρήκες, τουλάχιστον πριν μάθεις τι είναι».
«Είναι Σκοτεινόφιλος».
«Είναι κάτι παραπάνω. Κάτι χειρότερο. Ο Πάνταν Φάιν ήταν πλάσμα του Σκοτεινού ως τα βάθη της ψυχής του, αλλά πιστεύω ότι στη Σαντάρ Λογκόθ έπεσε στα βρόχια του Μόρντεθ, που ήταν εξίσου ρυπαρός όταν πολεμούσε τη Σκιά όσο η ίδια η Σκιά. Ο Μόρντεθ προσπάθησε να απορροφήσει την ψυχή του Φάιν, να αποκτήσει πάλι ανθρώπινο σώμα, αλλά βρήκε μια ψυχή που ο Σκοτεινός την είχε αγγίξει απευθείας, και το αποτέλεσμα ήταν... Το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε ο Πάνταν Φάιν, ούτε ο Μόρντεθ, αλλά κάτι ακόμα πιο κακό, ένα αμάλγαμα των δύο. Δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο επικίνδυνος είναι ο Φάιν — ας τον λέμε έτσι. Μπορεί να μην επιζούσες από μια συνάντησή σας, και αν επιζούσες, ίσως να ήταν χειρότερο από το να σε παράσερνε η Σκιά».
«Αν είναι ζωντανός, αν δεν πήγε με τους Σωντσάν, πρέπει να—» Τα λόγια του κόπηκαν απότομα, όταν εκείνη έβγαλε από το μανδύα της το σπαθί με το σήμα του ερωδιού. Η λεπίδα τελείωνε απότομα τριάντα πόντους από τη λαβή, σαν να ’χε λιώσει. Οι μνήμες ξανάρθαν ορμητικές. «Τον σκότωσα», είπε με απαλή φωνή. «Αυτή τη φορά τον σκότωσα».
Η Μουαραίν άφησε κατά μέρος το χαλασμένο σπαθί, άχρηστο τώρα πια, και σκούπισε τα χέρια της. «Δεν σφάζει κανείς τον Σκοτεινό τόσο εύκολα. Και μόνο το γεγονός ότι εμφανίστηκε στον ουρανό πάνω από το Φάλμε προκαλεί κάτι παραπάνω από ανησυχία. Κανονικά, δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα, αν ήταν αιχμαλωτισμένος όπως πιστεύουμε. Αλλά, αν δεν είναι, τότε γιατί δεν μας εξολόθρευσε όλους;» Η Μιν ανακάθισε ταραγμένη.
«Στον ουρανό;» θαύμασε ο Ραντ.
«Και οι δυο σας», είπε η Μουαραίν. «Η μάχη σας δόθηκε στον ουρανό, σε πλήρη θέα όσων ήταν στο Φάλμε. Ίσως και σε άλλες πόλεις του Τόμαν Χεντ, αν μπορώ να πιστέψω αυτά που ακούω».
«Τα — τα είδαμε όλα», είπε η Μιν ξεψυχισμένα. Ακούμπησε το μπράτσο του Ραντ για να τον παρηγορήσει.
Η Μουαραίν ξανάχωσε το χέρι στο μανδύα της και έβγαλε μια τυλιγμένη περγαμηνή, ένα μεγάλο φύλλο, σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες των δρόμων του Φάλμε. Η κιμωλία ήταν λιγάκι πασαλειμμένη όταν την ξεδίπλωσε, αλλά η εικόνα ήταν αρκετά καθαρή. Ένας άνδρας, του οποίου το πρόσωπο ήταν μια πύρινη μάζα, πάλευε με το ραβδί του εναντίον ενός άλλου, που κρατούσε σπαθί, ανάμεσα σε σύννεφα όπου χόρευαν οι αστραπές, και πίσω τους ανέμιζε το λάβαρο του Δράκοντα. Πανεύκολα αναγνώριζε κανείς το πρόσωπο του Ραντ.