«Πόσοι το είδαν;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Σχίσ’ το. Κάψ’ το».
Η Άες Σεντάι άφησε την περγαμηνή να τυλιχτεί μόνη της. «Άδικος κόπος, Ραντ. Το αγόρασα πριν δυο μέρες, σε ένα χωριό που περάσαμε. Υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, και παντού λένε την ιστορία του πώς ο Δράκοντας πάλεψε με τον Σκοτεινό στους ουρανούς πάνω από το Φάλμε».
Ο Ραντ κοίταξε τη Μιν. Εκείνη ένευσε απρόθυμα, και του έσφιξε το χέρι. Φαινόταν φοβισμένη, αλλά δεν τράβηξε το βλέμμα της. Αναρωτιέμαι αν γι’ αυτό έφυγε η Εγκουέν. Είχε δίκιο που έφυγε.
«Το Σχήμα υφαίνεται γύρω σου ακόμα πιο σφιχτά», είπε η Μουαραίν. «Τώρα με χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ».
«Δεν σε χρειάζομαι», είπε τραχιά ο Ραντ, «και δεν σε θέλω. Δεν πρόκειται να ανακατευτώ σ’ αυτά». Θυμήθηκε που τον είχαν αποκαλέσει Λουζ Θέριν· όχι μόνο ο Σκοτεινός, αλλά και ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. «Δεν πρόκειται. Φως μου, ο Δράκοντας λένε ό,τι θα Τσακίσει πάλι τον Κόσμο, θα ρημάξει τα πάντα. Δεν θα γίνω ο Δράκοντας».
«Είσαι αυτό που είσαι», είπε η Μουαραίν. «Άρχισες κιόλας να κουνάς τον κόσμο. Το Μαύρο Άτζα αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Το Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον ήταν στο χείλος του πολέμου, και η κατάσταση θα χειροτερέψει, όταν μαθευτούν τα νέα από το Φάλμε. Στην Καιρχίν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος».
«Δεν έκανα τίποτα στην Καιρχίν», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι’ αυτό».
«Το να μην κάνει κάποιος τίποτα είναι ένα τέχνασμα του Μεγάλου Παιχνιδιού», είπε αυτή αναστενάζοντας, «ειδικά όπως το παίζουν τώρα. Ήσουν η σπίθα, και η Καιρχίν εξερράγη, σαν πυροτέχνημα των Διαφωτιστών. Τι νομίζεις ότι θα γίνει, όταν η είδηση από το Φάλμε φτάσει στο Άραντ Ντόμαν και στο Τάραμπον; Πάντα υπήρχαν άνθρωποι πρόθυμοι να συμπαραταχθούν με οποιονδήποτε ισχυριζόταν πως ήταν ο Δράκοντας, όμως ποτέ άλλοτε δεν είχαν οιωνούς σαν αυτούς. Υπάρχουν κι άλλα. Να». Πέταξε ένα σακουλάκι στο στήθος του.
Εκείνος δίστασε μια στιγμή πριν το ανοίξει. Μέσα βρισκόταν θραύσματα από κάτι που έμοιαζε με ασπρόμαυρο κεραμικό. Είχε ξαναδεί όμοιό τους. «Άλλη μια σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού», μουρμούρισε. Η Μιν άφησε μια πνιχτή κραυγούλα· το χέρι της, που έσφιγγε το δικό του, τώρα δεν πρόσφερε παρηγοριά αλλά ζητούσε.
«Δύο», είπε η Μουαραίν. «Τώρα έχουν σπάσει τρεις από τις επτά. Η μία που είχα, και δύο που βρήκα στην κατοικία του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ στο Φάλμε. Όταν σπάσουν και οι επτά, ίσως και πιο πριν, τότε το κάλυμμα θα σπάσει —κάποτε είχαν ανοίξει τρύπα στη φυλακή που του είχε κάνει ο Δημιουργός, και η τρύπα είχε κλείσει μ’ ένα κάλυμμα— και ο Σκοτεινός θα μπορεί και πάλι να απλώσει το χέρι από την τρύπα και να αγγίξει τον κόσμο. Και η μόνη ελπίδα του κόσμου είναι να βρίσκεται εκεί ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας για να τον αντιμετωπίσει».
Η Μιν προσπάθησε να εμποδίσει τον Ραντ, που ήθελε να πετάξει τις κουβέρτες του, αλλά εκείνος την παραμέρισε απαλά. «Θέλω να περπατήσω». Τον βοήδησε να σηκωθεί, αλλά στενάζοντας και γκρινιάζοντάς του ότι έτσι θα χειροτέρευε την πληγή του. Ο Ραντ βρήκε ότι το στήθος του ήταν τυλιγμένο μ’ επιδέσμους. Η Μιν του έριξε μια κουβέρτα στους ώμους σαν μανδύα.
Για μια στιγμή, ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντας το σπαθί με το σήμα του ερωδιού, ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό, που κειτόταν στο χώμα. Το σπαθί του Ταμ. Το σπαθί τον πατέρα μου. Απρόθυμα, πιο απρόθυμα από κάθε τι άλλο που είχε κάνει στη ζωή του, εγκατέλειψε την ελπίδα ότι κάποτε Θα ανακάλυπτε πως ο Ταμ ήταν πράγματι ο πατέρας του. Ένιωσε σαν να του ξερίζωναν την καρδιά. Αλλά αυτό δεν άλλαζε τα συναισθήματά του για τον Ταμ, και το Πεδίο του Έμοντ ήταν η μόνη πατρίδα που ήξερε. Το σημαντικό είναι ο Φάιν. Ένα καθήκον μου έμεινε. Να τον σταματήσω.
Οι δύο γυναίκες έπρεπε να τον κρατούν, μια σε κάθε πλευρό του, για να κατέβει εκεί που ήδη έκαιγαν οι φωτιές του στρατοπέδου, κοντά σε έναν χωματόδρομο. Εκεί ήταν ο Λόιαλ και διάβαζε ένα βιβλίο, το Όταν Σαλπάρεις Πέρα από το Ηλιοβασίλεμα, και ο Πέριν, που ατένιζε μια φωτιά. Οι Σιναρανοί ετοίμαζαν το βραδινό. Ο Λαν καθόταν κάτω από ένα δένδρο, ακονίζοντας το σπαθί του· ο Πρόμαχος κοίταξε τον Ραντ ζυγίζοντάς τον, και μετά ένευσε.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Το λάβαρο του Δράκοντα κυμάτιζε στον αέρα, στο κέντρο του στρατοπέδου. Κάπου είχαν βρει κανονικό κοντάρι για να αντικαταστήσουν το δεντράκι που είχε κόψει ο Πέριν.
Ο Ραντ ζήτησε να μάθει, «Τι γυρεύει αυτό εδώ, που μπορούν να το δουν όσοι περνούν το δρόμο;»
«Είναι πολύ αργά για να το κρύψεις, Ραντ», είπε η Μουαραίν. «Είναι πολύ αργά για να κρυφτείς».
«Αλλά ούτε και χρειάζεται να βάλουμε ταμπέλα να λέει «εδώ είμαι». Δεν θα προλάβω να βρω τον Φάιν, αν με σκοτώσει κανείς με αφορμή αυτό το λάβαρο». Στράφηκε προς τον Λόιαλ και τον Πέριν. «Χαίρομαι που μείνατε. Θα το καταλάβαινα, αν είχατε φύγει».