Η απλή αναγκαιότητα να δράσει. Αυτό ήταν που την είχε φέρει μέχρις εδώ; Όπως και να είχε, αν ο Λευκός Πύργος δεν επρόκειτο ή δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει αυτό που έπρεπε, τότε θα χρειαζόταν να το αναλάβει κάποιος άλλος. Τι νόημα είχε να φρουρεί τη Μάστιγα, από τη στιγμή που ο κόσμος πίσω της κατέρρεε;
Η Εθένιελ κοίταξε τον λυγερόκορμο άντρα που ίππευε από την άλλη πλευρά. Οι λευκές λωρίδες στους κροτάφους τού προσέδιδαν έναν αέρα υπεροψίας, ενώ το διακοσμημένο και θηκαρωμένο Ξίφος της Κίρουκαν αναπαυόταν στο κοίλωμα του βραχίονά του. Έτσι το αποκαλούσαν, όπως και να ’χει, κι ίσως κάποτε το κράδαινε η θρυλική πολεμίστρια Βασίλισσα του Αραμαέλ. Η λάμα ήταν αρχαία, σφυρηλατημένη με τη Μία Δύναμη υποστήριζαν μερικοί. Όπως απαιτούσε η παράδοση, το σφαίρωμα με τις δυο λαβές ήταν στραμμένο προς το μέρος της Εθένιελ, μολονότι η ίδια δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει το ξίφος σαν καμιά θερμόαιμη Σαλδαία. Μια βασίλισσα υποτίθεται πως πρέπει να σκέφτεται, να ηγείται και να προστάζει, πράγματα που δεν θα κατάφερνε αν προσπαθούσε παράλληλα να κάνει ό,τι οποιοσδήποτε στρατιώτης της θα έκανε καλύτερα. «Κι εσύ, Ξιφοκουβαλητή;» ρώτησε. «Μήπως έχεις καθόλου ενδοιασμούς της τελευταίας στιγμής;»
Ο Άρχοντας Μπάλντερε συστράφηκε πάνω στη χρυσοποίκιλτη σέλα του κι έριξε μια ματιά πίσω, στα λάβαρα που κρατούσαν οι ιππείς, τα οποία ήταν τυλιγμένα σε κατεργασμένο δέρμα και κεντητό βελούδο. «Δεν μου αρέσει να κρύβω ποιος είμαι, Μεγαλειοτάτη», αποκρίθηκε νευρικά κορδώνοντας το ανάστημά του. «Ο κόσμος σύντομα θα μάθει ποιοι είμαστε και τι έχουμε κάνει. Ή, τουλάχιστον, τι προσπαθήσαμε να κάνουμε. Ή θα πεθάνουμε ή θα μείνουμε στην ιστορία ή και τα δύο, οπότε καλύτερα να ξέρουν ποια ονόματα να γράψουν». Ο Μπάλντερε ήταν δηκτικός κι έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μουσική ή το ντύσιμό του παρά για οτιδήποτε άλλο — αυτό το καλοραμμένο μπλε πανωφόρι ήταν ήδη το τρίτο που φορούσε μέσα στην ίδια μέρα. Όπως όμως συνέβαινε και με τη Σεράιλα, τα φαινόμενα απατούσαν. Ο Ξιφοκουβαλητής του Θρόνου των Νεφών είχε ευθύνες πολύ βαρύτερες από το ξίφος στο στολισμένο θηκάρι του. Από τον θάνατο του συζύγου της Εθένιελ πριν από είκοσι περίπου χρόνια κι έκτοτε, ο Μπάλντερε διοικούσε για λογαριασμό της τις στρατιές του Κάντορ στο πεδίο της μάχης κι οι πιο πολλοί από τους στρατιώτες της θα τον ακολουθούσαν χωρίς δισταγμό ακόμα και στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ. Δεν περιλαμβανόταν ανάμεσα στους σημαντικότερους διοικητές, μα γνώριζε καλά πότε να πολεμά και πότε όχι, όπως επίσης πώς να φτάνει στη νίκη.
«Το σημείο συνάντησης πρέπει να βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας», είπε η Σεράιλα ξαφνικά. Ακριβώς τότε, η Εθένιελ πρόσεξε τον ανιχνευτή που είχε στείλει ο Μπάλντερε· ο πονηρός τύπος, με το όνομα Λόμας και με μια αλεπουδοκεφαλή ως έμβλημα στο κράνος του, έφτανε στο ψηλότερο σημείο του μονοπατιού που ανοιγόταν μπροστά. Γέρνοντας το ακόντιο, έκανε την κίνηση που δήλωνε ότι «το σημείο συνάντησης είναι ορατό».
Ο Μπάλντερε έστρεψε το βαρύ μουνούχι του και βροντοφώναξε μια διαταγή για να σταματήσει η συνοδεία — μπορούσε να βροντοφωνάξει όταν το ήθελε. Κατόπιν, σπιρούνισε το καστανοκόκκινο άλογό του για να προφτάσει την Εθένιελ και τη Σεράιλα. Επρόκειτο για μια συνάντηση μεταξύ μακροχρόνιων συμμάχων, αλλά καθώς προσπερνούσαν τον Λόμας, ο Μπάλντερε έδωσε στον άντρα με το ισχνό πρόσωπο μια κοφτή διαταγή να «Παρακολουθεί και να αναμεταδίδει»· αν κάτι πήγαινε στραβά, ο Λόμας θα έπρεπε να κάνει σήμα στη συνοδεία να φανερώσει τη βασίλισσα.
Η Εθένιελ αναστέναξε ελαφρά όταν η Σεράιλα ένευσε καταφατικά στο άκουσμα της διαταγής. Μπορεί να ήταν σύμμαχοι επί μακρόν, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι κι οι υποψίες μαζεύονταν σαν τις μύγες στην κοπριά. Αυτό που σκόπευαν να κάνουν ανακάτευε την κοπριά κι έκανε τις μύγες να πετούν σαν τρελές ολόγυρα. Οι ηγέτες του Νότου που είχαν πεθάνει ή εξαφανιστεί μέσα στην περασμένη χρονιά ήταν τόσοι, ώστε η ίδια δεν μπορούσε να νιώθει ασφαλής επειδή απλώς φορούσε ένα στέμμα. Πάρα πολλές περιοχές είχαν καταστραφεί εκ θεμελίων, λες κι είχε περάσει από πάνω τους ένας ολόκληρος στρατός Τρόλοκ. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο αλ’Θόρ, έπρεπε να δώσει πολλές απαντήσεις. Πολλές.
Πέρα από τον Λόμας, το μονοπάτι ανοιγόταν σε ένα ρηχό βαθούλωμα, πολύ μικρό για να το αποκαλέσει κανείς κοιλάδα, με δέντρα πολύ αραιά διεσπαρμένα για να το αποκαλέσει κανείς λόχμη. Οι χαμοδάφνες, οι ερυθρελάτες και τα πεύκα με τα βελονωτά φύλλα μαζί με μερικές βελανιδιές διατηρούσαν μια χροιά πράσινου, όμως η υπόλοιπη βλάστηση καλυπτόταν από μια καφετιά απόχρωση, ενώ τα κλαδιά πολλών δέντρων ήταν εντελώς γυμνά. Στα νότια, ωστόσο, υπήρχε αυτό που έκανε το συγκεκριμένο σημείο καλή επιλογή για συγκέντρωση. Ένας λεπτός οβελίσκος σαν κολόνα λαμπερής χρυσαφιάς δαντέλας υψωνόταν γερτός κι εν μέρει θαμμένος στη γυμνή πλαγιά του λόφου, με περίπου εβδομήντα πόδια του ύψους του να προεξέχουν από τις δεντροκορφές. Κάθε παιδί των Μαύρων Λόφων, αρκετά μεγάλο για να δένει τα κορδόνια του, ήξερε γι’ αυτόν, αλλά σε διάστημα τεσσάρων ημερών ταξιδιού δεν υπήρχε ούτε ένα χωριό και δεν θα έβρισκες άνθρωπο πρόθυμο να πλησιάσει σε ακτίνα μικρότερη των δέκα μιλίων. Οι ιστορίες αυτού του τόπου μιλούσαν για τρελά οράματα, για περιπλανώμενους νεκρούς και για τον θάνατο που ελλόχευε αν άγγιζες τον οβελίσκο.