«Ειρήνη κι είθε το Φως να σε ευλογεί, Εθένιελ του Κάντορ», είπε τραχιά ο Ήζαρ, καθώς η Εθένιελ σταματούσε το άλογό της μπροστά τους, και την ίδια στιγμή ο Πάιταρ αναφώνησε μελωδικά: «Είθε το Φως να σε προστατεύει, Εθένιελ του Κάντορ». Η φωνή του Πάιταρ εξακολουθούσε να κάνει τις καρδιές των γυναικών να χτυπούν πιο γρήγορα, όπως και της συζύγου του, η οποία ήξερε πως της ήταν αφοσιωμένος ψυχή και σώμα. Η Εθένιελ αμφέβαλλε αν η Μενούκι είχε ζηλέψει ποτέ ή αν είχε κάποιον λόγο να ζηλέψει.
Τους χαιρέτησε με τη σειρά της εν συντομία και τόνισε: «Ελπίζω πως ήρθατε μέχρις εδώ χωρίς να σας εντοπίσει κανείς».
Ο Ήζαρ ρουθούνισε κι έγειρε στη σέλα του κοιτώντας τη βλοσυρά. Ήταν σκληροτράχηλος άντρας, αλλά, παρά το ότι είχε μείνει χήρος εδώ κι έντεκα χρόνια, εξακολουθούσε να πενθεί. Μέχρι και ποιήματα είχε γράψει για τη γυναίκα του. Συχνά, τα πράγματα δεν είναι αυτά που δείχνουν. «Αν μας έχουν δει, Εθένιελ», μούγκρισε, «καλύτερα να επιστρέψουμε αμέσως».
«Θες κιόλας να επιστρέψεις;» Συνδυάζοντας τον τόνο της φωνής του με ένα απότομο τίναγμα των θυσανωτών χαλινών, ο Σιάνρι κατάφερε να αναμείξει την αποστροφή του με αρκετή ευγένεια, έτσι ώστε να μην προκαλέσει. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Άγκελμαρ τον κοίταξε ψυχρά μετακινούμενος αδιόρατα πάνω στη σέλα του, ένας άντρας που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θυμηθεί πού βρισκόταν το κάθε του όπλο. Μπορεί να ήταν παλιοί σύμμαχοι στις μάχες εναντίον της Μάστιγας, μα αυτές οι νέες υποψίες στριφογύριζαν ανάμεσά τους.
Το άλογο της Άλεζουν χόρεψε, μια γκρίζα φοράδα ψηλή όσο ένα πολεμικό άτι. Οι λεπτές άσπρες λωρίδες στα μακριά μαύρα μαλλιά της έδιναν την εντύπωση λοφίου σε περικεφαλαία, ενώ η ματιά της σε έκανε να ξεχνάς πως οι Σιναρανές ούτε εκπαιδεύονταν στα όπλα ούτε συμμετείχαν σε μονομαχίες. Ως προς το αξίωμα, ήταν απλώς η σαταγιάν τού βασιλικού οίκου. Ωστόσο, όποιος νόμιζε πως η επιρροή μιας ή ενός σαταγιάν περιοριζόταν μόνο σε εντολές προς τους μάγειρες, τις υπηρέτριες και τους σιτιστές, έκανε μεγάλο λάθος. «Η απερισκεψία δεν έχει καμιά σχέση με το θάρρος, Άρχοντα Σιάνρι. Αφήσαμε τη Μάστιγα σχεδόν αφρούρητη. Αν αποτύχουμε, ίσως ακόμη κι αν πετύχουμε, τα κεφάλια κάποιων από εμάς μπορεί να βρεθούν καρφωμένα σε παλούκια. Ίσως όλων μας. Θα το φροντίσει ο Λευκός Πύργος, αν όχι ο ίδιος ο αλ’Θόρ».
«Η Μάστιγα φαίνεται να βρίσκεται σε λήθαργο», μουρμούρισε ο Τεράσιαν, και τα μουστάκια του έβγαλαν έναν εκνευριστικό ήχο καθώς έξυσε το σαρκώδες πηγούνι του. «Ποτέ μου δεν την έχω ξαναδεί τόσο ήσυχη».
«Η Σκιά δεν κοιμάται ποτέ», αποκρίθηκε ο Τζάγκαντ κι ο Τεράσιαν ένευσε συλλογισμένος. Ο Αγκελμαρ ήταν ο καλύτερος στρατηγός ανάμεσά τους, ένας από τους καλύτερους απανταχού, αλλά το γεγονός πως ο Τεράσιαν είχε γίνει το δεξί χέρι του Πάιταρ δεν οφειλόταν στο ότι ήταν καλός συμπότης.
«Αυτό που έχω αφήσει πίσω μπορεί να φρουρεί τη Μάστιγα, μια κι οι Πόλεμοι των Τρόλοκ έχουν πια τελειώσει», είπε η Εθένιελ με σταθερή φωνή. «Θέλω να πιστεύω πως όλοι σας έχετε κάνει το καλύτερο δυνατόν, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχει κανείς που να νομίζει πως όντως πρέπει να επιστρέψουμε;» Ο τόνος της φωνής της σε αυτήν την ερώτηση ήταν κάπως ξερός, αφού δεν περίμενε να αποκριθεί κανείς, αλλά κάποιος ρώτησε.
«Να επιστρέψουμε;» ακούστηκε η απαιτητική κι οξεία φωνή μιας γυναίκας πίσω της. Η Τενόμπια της Σαλδαία έφθασε καλπάζοντας στη μάζωξη, τραβώντας τα γκέμια του λευκού ευνουχισμένου της αλόγου, έτσι που αυτό σηκώθηκε επιβλητικό στα πίσω του πόδια. Πυκνές σειρές από μαργαριτάρια κατηφόριζαν τα σκούρα γκρίζα μανίκια του στενού φορέματος ιππασίας, ενώ σπειροειδή χρυσοκόκκινα κεντήματα κάλυπταν το υπόλοιπο ρούχο, δίνοντας έμφαση στη λεπτότητα της μέσης και στην καμπυλότητα του στήθους της. Ψηλή για γυναίκα, κατάφερνε να είναι χαριτωμένη, αν όχι όμορφη, παρά την επιεικώς έντονη μύτη της. Σίγουρα αυτήν την εντύπωση ενίσχυαν και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με το βαθυγάλαζο χρώμα, αλλά το ίδιο έκανε κι η αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε, κάνοντάς τη σχεδόν να λάμπει. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Βασίλισσα της Σαλδαία συνοδευόταν μόνο από τον Κάλυαν Ράμσιν, κάποιον από τους πολυάριθμους θείους της, έναν βλογιοκομμένο γκριζομάλλη άντρα με πρόσωπο αετού και πυκνά μουστάκια που καμπύλωναν γύρω από το στόμα του. Η Τενόμπια Καζάντι ανεχόταν το συμβούλιο των στρατιωτών αλλά κανέναν άλλον. «Δεν πρόκειται να επιστρέψω», συνέχισε με ενθουσιασμό, «ό,τι κι αν κάνετε εσείς οι υπόλοιποι. Έστειλα τον αγαπητό μου Θείο Ντάβραμ να μου φέρει το κεφάλι εκείνου του ψεύτικου Δράκοντα, του Μάζριμ Τάιμ, με αποτέλεσμα κι οι δυο τους να ακολουθούν τώρα αυτόν τον αλ’Θόρ, αν μπορώ να πιστέψω τα μισά απ’ όσα λέγονται. Έχω σχεδόν πενήντα χιλιάδες άντρες πίσω μου κι, ό,τι κι αν αποφασίσετε, εγώ δεν πρόκειται να οπισθοχωρήσω μέχρι ο θείος μου κι ο αλ’Θόρ να μάθουν για τα καλά ποιος εξουσιάζει τη Σαλδαία».