«Είθε το Φως να φωτίζει και να διαφυλάσσει τις ψυχές μας», είπε η Εθένιελ κοντανασαίνοντας κι άκουσε την ηχώ της ευχής της από τα στόματα της Σεράιλα και του Μπάλντερε. «Οκτώ αδελφές, Πάιταρ; Οκτώ;» Ο Λευκός Πύργος σίγουρα θα γνώριζε πλέον κάθε τους στοχευμένη κίνηση,
«Κι εγώ έχω ακόμα πέντε», ανακοίνωσε η Τενόμπια, σαν να ανέφερε πως είχε ένα καινούργιο ζευγάρι πασούμια. «Με βρήκαν λίγο προτού φύγω από τη Σαλδαία, σίγουρα κατά τύχη. Έδειχναν το ίδιο έκπληκτες μ’ εμένα. Μόλις έμαθαν τι έκανα —αν και δεν έχω ιδέα πώς τα κατάφεραν— ήμουν σίγουρη πως θα ξεχύνονταν για να βρουν τα ίχνη της Μεμάρα». Τα φρύδια της έσμιξαν σε ένα φευγαλέο αγριοκοίταγμα. Η Ελάιντα είχε σφάλει τρομερά, στέλνοντας μια αδελφή να φοβερίσει την Τενόμπια. «Πάντως», αποτελείωσε τη φράση της, «η Ιλέισιεν κι οι υπόλοιπες επέμεναν στην τήρηση της μυστικότητας περισσότερο απ’ ό,τι εγώ».
«Έστω κι έτσι», επέμεινε η Εθένιελ, «υπάρχουν δεκατρείς αδελφές. Το μόνο που χρειάζονται είναι να βρουν έναν τρόπο να αποστείλουν μήνυμα. Λίγες γραμμές αρκούν. Δεν έχουν παρά να εκφοβίσουν έναν στρατιώτη ή μια υπηρέτρια. Υπάρχει κανείς από εσάς που πιστεύει ότι μπορεί να τις σταματήσει;»
«Πλέον τα ζάρια έχουν πέσει στο τραπέζι», είπε απλά ο Πάιταρ. Ό,τι έγινε, έγινε. Κατά την Εθένιελ, οι Αραφελινοί ήταν εξίσου παράξενοι με τους Σαλδαίους.
«Πηγαίνοντας νοτιότερα», πρόσθεσε ο Ήζαρ, «ίσως να ωφεληθούμε από την παρουσία δεκατριών Άες Σεντάι στο πλευρό μας». Τα λόγια του έφεραν σιωπή, ενώ τα υπονοούμενα έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα. Κανείς δεν ήθελε να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. Η περίπτωση ήταν εντελώς διαφορετική από την αντιμετώπιση της Μάστιγας.
Η Τενόμπια αφέθηκε σ’ ένα ξαφνικό, απρόσμενο γέλιο. Το ευνουχισμένο της άλογο προσπάθησε να χορέψει, αλλά εκείνη το σταθεροποίησε. «Σκοπεύω να στραφώ νότια το συντομότερο δυνατόν, αλλά σας προσκαλώ όλους να δειπνήσετε στον καταυλισμό μου απόψε. Μπορείτε να συζητήσετε με την Ιλέισιεν και τις φίλες της και να δείτε κατά πόσον η κρίση σας συμφωνεί με τη δική μου. Ίσως αύριο το βράδυ μπορέσουμε όλοι να συγκεντρωθούμε στον καταυλισμό του Πάιταρ και να υποβάλουμε ερωτήσεις στις φίλες τής Κολαντάρα του». Η πρόταση της ήταν τόσο λογική, τόσο φανερά απαραίτητη, ώστε οι παρευρισκόμενοι κατέληξαν σε άμεση συμφωνία. Ύστερα, η Τενόμπια πρόσθεσε ως δεύτερη σκέψη: «Θα είναι μεγάλη τιμή για τον θείο μου τον Κάλυαν, αν του επιτρέψεις να καθίσει πλάι σου απόψε, Εθένιελ. Είναι μέγας θαυμαστής σου».
Η Εθένιελ έριξε μια ματιά προς το μέρος του Κάλυαν Ράμσιν —ο τύπος είχε φέρει σιωπηλά το άλογό του πίσω από την Τενόμπια και δεν μιλούσε καθόλου, ίσα-ίσα που ανέπνεε. Για μια στιγμή, εκείνος ο γκριζαρισμένος αετός αποκάλυψε το βλέμμα του. Για μια στιγμή, εκείνη παρατήρησε φευγαλέα κάτι που είχε να δει απ’ όταν πέθανε ο Μπράις της— έναν άντρα που δεν κοιτούσε μια βασίλισσα, αλλά μια γυναίκα. Το σοκ που ένιωσε έμοιαζε με χαστούκι που της έκοψε την ανάσα. Η ματιά της Τενόμπια πεταγόταν από τον θείο της στην Εθένιελ, ενώ το μειδίαμά της δήλωνε ικανοποίηση.
Η Εθένιελ αισθάνθηκε την οργή της να φουντώνει. Αυτό το χαμόγελο της Τενόμπια —αν όχι το βλέμμα του Κάλυαν από μόνο του— έδειχνε τα πάντα πεντακάθαρα, σαν γάργαρο νερό. Τι σκέφτηκε αυτό το κοριτσάκι, να την παντρέψει με αυτόν τον τύπο; Αυτή η πιτσιρίκα συμπέρανε πως... Άξαφνα, η συμπόνια αντικατέστησε την οργή. Η ίδια η Εθένιελ ήταν νεότερη όταν κανόνισε τον γάμο της αδελφής της, της Ναζέλ, που είχε μείνει χήρα. Ήταν θέμα κοινωνικής θέσης, ωστόσο η Ναζέλ είχε αγαπήσει τον Άρχοντα Ίζμικ παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις. Η Εθένιελ είχε μεσολαβήσει για τόσο πολλούς γάμους στο παρελθόν, ώστε ποτέ της δεν είχε θεωρήσει πως η ίδια θα μπορούσε να κάνει έναν σοβαρό δεσμό. Κοίταξε ξανά τον Κάλυαν, για περισσότερη ώρα. Το σκληρό του πρόσωπο ήταν για άλλη μια φορά γεμάτο σεβασμό, εκείνη ωστόσο είδε τα μάτια του όπως πραγματικά ήταν. Όποιον κι αν διάλεγε για σύζυγο, θα έπρεπε να είναι σκληρός άντρας, αλλά η Εθένιελ πάντα έβαζε πάνω απ’ όλα την αγάπη όσον αφορούσε στους δεσμούς των παιδιών της, αν όχι και των υπόλοιπων συγγενών της, κάτι που απαιτούσε και για την ίδια.
«Αντί να χάνουμε το φως της μέρας με ψιλοκουβέντα», είπε, πιότερο λαχανιασμένη απ’ όσο σκόπευε να δείξει, «ας κάνουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε εδώ». Ήταν μια ώριμη γυναίκα, το Φως να έκαιγε την ψυχή της, όχι ένα κοριτσάκι που συναντούσε για πρώτη φορά τον μέλλοντα μνηστήρα της. «Λοιπόν;» ρώτησε απαιτητικά. Αυτήν τη φορά, ο τόνος της φωνής της ήταν σταθερότερος.
Οτιδήποτε είχαν συμφωνήσει αναφερόταν σ’ εκείνα τα προσεκτικά διατυπωμένα γράμματα, και πιθανόν να αναγκάζονταν να διαφοροποιήσουν τα σχέδιά τους, καθώς θα κινούνταν νότια κι οι συνθήκες θα άλλαζαν. Η συνάθροιση αυτή είχε έναν και μόνο πραγματικό σκοπό, μια απλή κι αρχαία τελετουργία των Μεθορίων που είχε καταγραφεί εφτά φορές όλες κι όλες από την εποχή του Τσακίσματος. Μια απλή τελετουργία, η οποία όμως θα τους δέσμευε πέρα από τα απλά λόγια, όσο ισχυρά κι αν ήταν αυτά. Οι διοικητές πλησίασαν με τα άλογά τους, ενώ οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν.