«Μα, Κάντσουεϊν», άρχισε να λέει φουριόζα η Νιάντε. «Αυτός ο άνθρωπος...»
«Ησυχία, είπα», της αποκρίθηκε με σταθερή φωνή η γκριζομάλλα Άες Σεντάι.
«Σε διαβεβαιώνω», είπε ο Ντασίβα, καταφέρνοντας να κάνει τον τόνο της φωνής του γλοιώδη και τραχύ ταυτόχρονα, «ότι ο Φλιν ξέρει τι κάνει. Μπορεί να κάνει πράγματα που εσείς οι Άες Σεντάι ούτε καν έχετε ονειρευτεί». Η Σαμίτσου ρουθούνισε ηχηρά, ενώ η Κάντσουεϊν απλώς ένευσε και ξανακάθισε.
Ο Φλιν διέτρεξε με το δάχτυλό του κατά μήκος την παχύρρευστη πληγή στο πλευρό του Ραντ κι άγγιξε το παλιό σημάδι, το οποίο έμοιαζε τώρα πιο μαλακό. «Μοιάζουν ίδια, αλλά είναι διαφορετικά, λες κι υπάρχουν δύο ειδών μολύνσεις. Μόνο που δεν πρόκειται για μόλυνση, αλλά για... σκοτάδι. Δεν μπορώ να βρω καταλληλότερη λέξη». Ανασήκωσε τους ώμους του, κοιτώντας το επώμιο της Σαμίτσου με τα Κίτρινα κρόσσια, καθώς εκείνη τον κοιτούσε συνοφρυωμένη, αν και το βλέμμα της μαρτυρούσε πως λάμβανε υπ’ όψιν της τα λόγια του.
«Τελείωνε, Φλιν», μουρμούρισε ο Ντασίβα. «Αν πεθάνει...» Με τη μύτη σουφρωμένη, λες και μύρισε κάτι άσχημο, έμοιαζε ανίκανος να κοιτάξει αλλού εκτός προς τη μεριά του Ραντ. Τα χείλη του κινούνταν καθώς μιλούσε στον εαυτό του, και κάποια στιγμή άφησε έναν ήχο -μισός λυγμός, μισός πικρόχολο γέλιο — με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να παραμένουν αναλλοίωτα.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο Φλιν κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, τις Άες Σεντάι και την Άμυς. Ξαφνιάστηκε μόλις πρόσεξε τη Μιν, και το σκληρό σαν πετσί πρόσωπό του κοκκίνισε. Με βιαστικές κινήσεις, ανέβασε το σεντόνι για να καλύψει τον Ραντ μέχρι τον λαιμό, αφήνοντας εκτεθειμένες μονάχα την παλιά και την καινούργια πληγή.
«Ελπίζω να μη σας πειράζει να μιλάω», είπε, φέρνοντας τα ροζιασμένα χέρια του πάνω από το πλευρό του Ραντ. «Η ομιλία βοηθάει κάπως». Αλληθώρισε, στην προσπάθεια να συγκεντρώσει το βλέμμα του στις πληγές, και τα δάχτυλά του σπαρτάρισαν ελαφρά, λες κι έπλεκε, σκέφτηκε η Μιν. Ο τόνος της φωνής του ήταν σχεδόν αφηρημένος και μόνο ένα κομμάτι του μυαλού του συγκεντρωνόταν στις λέξεις. «Θα μπορούσατε να πείτε πως εξαιτίας της Θεραπείας πήγα στον Μαύρο Πύργο. Ήμουν στρατιώτης, μέχρι που μια λόγχη με τρύπησε στον γοφό. Από τότε, ήμουν ανίκανος να ιππεύσω και να περπατήσω μεγάλες αποστάσεις. Ήταν η δέκατη πέμπτη πληγή σε σχεδόν σαράντα χρόνια υπηρεσίας στη Φρουρά της Βασίλισσας. Εννοώ ότι αυτές οι δεκαπέντε πληγές ήταν οι πιο σοβαρές. Δεν πιάνονται αυτές που δεν σε εμποδίζουν να περπατήσεις ή να ιππεύσεις. Μέσα σε αυτά τα σαράντα χρόνια είδα κάμποσους φίλους μου να πεθαίνουν. Έτσι, λοιπόν, πήγα στον Μαύρο Πύργο κι οι Μ'Χαήλ με δίδαξαν τη Θεραπεία καθώς κι άλλα πράγματα. Ήταν ένα σκληρό είδος Θεραπείας. Κάποια φορά θεραπεύτηκα από μία Άες Σεντάι -θα πρέπει να είναι τριάντα χρόνια τώρα- κι ήταν πολύ επώδυνο συγκριτικά μ' αυτό. Πάντως, δουλεύει. Κάποια μέρα, λοιπόν, ο Ντασίβα από δω —συγγνώμη, ο Άσα'μαν Ντασίβα- μου είπε πως αναρωτιέται για ποιον λόγο να είναι όλα ίδια, άσχετα αν ένας άνθρωπος έχει σπασμένο πόδι ή πάσχει από γρίπη, κι αρχίσαμε να συζητάμε και... Τέλος πάντων, ο ίδιος δεν είναι και τόσο ευαίσθητος, αλλά εγώ θα μπορούσατε να πείτε ότι έχω την προδιάθεση. Το Ταλέντο. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν... Ορίστε. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω».
Ο Ντασίβα μούγκρισε καθώς ο Φλιν κάθισε ξαφνικά οκλαδόν και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάποδη του χεριού του. Ο ιδρώτας σχημάτισε κόμπους στο πρόσωπό του, κι ήταν η πρώτη φορά που η Μιν έβλεπε έναν Άσα’μαν να ιδρώνει. Η χαρακιά στο πλευρό του Ραντ δεν είχε φύγει, αλλά έμοιαζε μικρότερη τώρα, λιγότερο κόκκινη κι όχι τόσο ερεθισμένη. Εξακολουθούσε να κοιμάται, αλλά το πρόσωπό του δεν ήταν πια τόσο ωχρό.
Η Σαμίτσου προσπέρασε τον Ναρίσμα τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να τη σταματήσει. «Τι έκανες;» τον ρώτησε απαιτητικά, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στο μέτωπο του Ραντ. Ό,τι κι αν ανακάλυψε μέσω της Δύναμης, τα φρύδια της κόντεψαν να σκαρφαλώσουν μέχρι τα μαλλιά της κι ο τόνος της φωνής της από αγέρωχος έγινε δύσπιστος. «Τι έκανες;»
Ο Φλιν ανασήκωσε τους ώμους του περίλυπα. «Όχι και πολλά. Δεν μπόρεσα να αγγίξω τα αίτια του κακού. Τα σφράγισα, κατά κάποιον τρόπο, κρατώντας τα μακριά του προς το παρόν. Δεν θα διαρκέσει και πολύ, όμως. Αλληλομάχονται, μπορεί και να αλληλοσκοτωθούν ενόσω αυτός γιατρεύεται». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Από την άλλη, δεν μπορώ να πω με σιγουριά πως δεν θα τον σκοτώσουν. Ωστόσο, νομίζω πως έχει πιο πολλές ελπίδες τώρα».
Ο Ντασίβα ένευσε αυτάρεσκα. «Ναι, τώρα έχει μεγαλύτερες ελπίδες». Έτσι όπως το είπε, θα νόμιζε κανείς πως έκανε ο ίδιος τη Θεραπεία.
Προς μεγάλη έκπληξη του Φλιν, η Σαμίτσου έκανε ένα γύρο στο κρεβάτι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. «Θα μου πεις τι έκανες», είπε, κι ο αυταρχικός τόνος στη φωνή της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον τρόπο που τα γοργά της δάχτυλα ίσιωναν τον γιακά του ηλικιωμένου άντρα και τακτοποιούσαν το πέτο του. «Μακάρι να υπήρχε τρόπος να μου δείξεις πώς το έκανες! Μπορείς, όμως, μου το περιγράψεις. Πρέπει να το κάνεις! Θα σου δώσω όσο χρυσάφι έχω, θα γεννήσω το παιδί σου, ό,τι επιθυμείς, αρκεί να μου πεις όσα μπορείς». Δίχως να είναι κι η ίδια σίγουρη αν τον πρόσταζε ή τον ικέτευε, οδήγησε τον σαστισμένο Φλιν στο παράθυρο. Εκείνος άνοιξε το στόμα του πάνω από μια φορά, αλλά η γυναίκα δεν το πρόσεξε, γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με να τον κάνει να μιλήσει.