Χωρίς να νοιάζεται καθόλου για το τι θα σκεφτούν οι υπόλοιποι, η Μιν σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και πήρε μία θέση, έτσι που να μπορεί να βάλει το κεφάλι του Ραντ κάτω από το πηγούνι της και να τυλίξει τα χέρια της γύρω από το κορμί του. Μια ελπίδα. Κοίταξε φευγαλέα και κάπως εξεταστικά τους τρεις ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι γύρω από το κρεβάτι του· την Κάντσουεϊν καθισμένη στην καρέκλα της, την Άμυς να στέκεται αντικριστά κι ο Ντασίβα να γέρνει πάνω σε ένα από τα τετράγωνα στηρίγματα του κρεβατιού, όλοι τους με αύρες που ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν και με διάφορες εικόνες να χορεύουν ανάμεσά τους. Όλοι είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στον Ραντ. Αναμφίβολα, η Άμυς έβλεπε την επερχόμενη καταστροφή των Αελιτών, αν ο Ραντ πέθαινε, κι ο Ντασίβα, ο μόνος που είχε κάποιου είδους έκφραση —ένα σκοτεινό κι ανήσυχο κατσούφιασμα- έβλεπε την καταστροφή των Άσα'μαν. Κι η Κάντσουεϊν... η Κάντσουεϊν, η οποία δεν ήταν απλώς γνωστή στην Μπέρα και στην Κιρούνα, αλλά τις έκανε να αναπηδούν σαν κοριτσόπουλα άσχετα από τους όρκους τους στον Ραντ, δεν θα τον έβλαπτε «περισσότερο απ' όσο ήταν απαραίτητο».
Το βλέμμα της Κάντσουεϊν έπεσε πάνω σε αυτό της Μιν για μια στιγμή, κι εκείνη αισθάνθηκε ένα ρίγος. Είχε την ικανότητα να τον προστατέψει, όσο αυτός δεν μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του από την Άμυς, τον Ντασίβα και την Κάντσουεϊν. Κατά κάποιον τρόπο. Ασυναίσθητα, άρχισε να μουρμουρίζει ένα νανούρισμα, λικνίζοντας τον Ραντ απαλά. Κατά κάποιον τρόπο.
37
Ένα Σημείωμα από το Παλάτι
Ημέρα που ακολούθησε το Πανηγύρι των Πουλιών ξημέρωσε με πολύ δυνατούς ανέμους έξω από τη Θάλασσα των Καταιγίδων, κι έτσι η ανυπόφορη ζέστη υποχώρησε στο Έμπου Νταρ. Ωστόσο, ο ασυννέφιαστος ουρανός κι ο χρυσοκόκκινος θόλος του ήλιου στον ορίζοντα άφηναν υποσχέσεις πως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά όταν θα κόπαζε ο άνεμος. Ο Ματ διέσχιζε βιαστικός το Παλάτι Τάρασιν, με το πράσινο πανωφόρι του ξεκούμπωτο κι, εξαιτίας της βιασύνης, με τις μισές δαντέλες στην πουκαμίσα του. Φυσικά, δεν αναπηδούσε τρομαγμένος σε κάθε ήχο που άκουγε, αλλά ξαφνιαζόταν και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια όποτε περνούσε μια υπηρέτρια, με το μεσοφόρι της να ανεμίζει και χαμογελώντας του. Όλες τους του χαμογελούσαν με έναν τρόπο πολύ... πονηρό. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί, μη τυχόν κι άρχιζε να τρέχει.
Τελικά, επιβράδυνε και κάθισε λίγο να αναπαυτεί στο σκιερό κιόσκι που συνόρευε με τις αυλές των στάβλων. Περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών του. Ανάμεσα στους αυλακωτούς κίονες του κτίσματος, κιτρινωπά καλαμόφυτα σε μεγάλα, κόκκινα κύπελλα από κεραμικό και περικοκλάδες με πλατιά φύλλα με κόκκινες ραβδώσεις, που κρέμονταν από μεταλλικά αλυσόδετα καλάθια, σχημάτιζαν ένα λεπτό προπέτασμα. Ασυναίσθητα, τράβηξε προς τα κάτω το καπέλο του, για να κρύψει το πρόσωπό του. Τα χέρια του διέτρεξαν το μήκος του ακοντίου -ένα ασανταρέι, όπως το είχε αποκαλέσει η Μπιργκίτε — ψαχουλεύοντας απερίσκεπτα τη λαβή του, λες κι ήταν έτοιμος να το τραβήξει για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Τα ζάρια κυλούσαν θορυβωδώς στο εσωτερικό του κεφαλιού του, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με την ανησυχία που ένιωθε, πηγή της οποίας ήταν η Τάυλιν.
Έξι κλειστές άμαξες, με την πράσινη Άγκυρα και το Ξίφος του Οίκου Μίτσομπαρ λουστραρισμένα στις πόρτες, περίμεναν ήδη παραταγμένες μπροστά στις ψηλές αψιδωτές εξωτερικές πύλες, με τα ζώα ζεμένα και με τους ένστολους οδηγούς έτοιμους να ξεκινήσουν. Μπορούσε να διακρίνει τον Ναλέσεν να χασμουριέται στην άλλη άκρη, φορώντας εκείνο το πανωφόρι με τις κίτρινες ραβδώσεις, και τον Βάνιν να κάθεται αναπαυτικά στην κορυφή ενός αναποδογυρισμένου βαρελιού, όχι πολύ μακριά από τις πόρτες των στάβλων, προφανώς κοιμισμένος. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους κάθονταν υπομονετικά οκλαδόν στις πλάκες της αυλής. Μερικοί έπαιζαν ζάρια στη σκιά των τεράστιων λευκών στάβλων. Η Ηλαίην στεκόταν ανάμεσα στον Ματ και στις άμαξες, από την άλλη μεριά του φυτικού προπετάσματος. Μαζί της ήταν κι η Ρεάνε Κόρλυ και, κάπου εκεί κοντά, εφτά ακόμα από τις γυναίκες που παρίσταντο σ' εκείνη την περίεργη συνάντηση, στην οποία είχε παρέμβει εντελώς ξαφνικά ο ίδιος το προπερασμένο βράδυ. Η Ρεάνε ήταν η μόνη που δεν φορούσε την κόκκινη ζώνη της Σοφής. Ο Ματ είχε την κρυφή προσδοκία πως δεν θα έκαναν την εμφάνισή τους σήμερα το πρωί. Διέθεταν τα τυπικά χαρακτηριστικά των γυναικών που ήταν συνηθισμένες να αναλαμβάνουν τα ηνία τόσο της δικής τους ζωής, όσο και των άλλων. Τα μαλλιά των περισσοτέρων είχαν ήδη αρχίσει να γκριζάρουν, ωστόσο παρακολουθούσαν το σφριγηλό πρόσωπο της Ηλαίην με μια αίσθηση προσμονής, σαν έτοιμες να εκτελέσουν αμέσως την παραμικρή της διαταγή. Πάντως, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη μάζωξη. Καμία από τις παριστάμενες δεν ήταν η γυναίκα που τον είχε βγάλει από τα ρούχα του - και κυριολεκτικά. Η Τάυλιν τον έκανε να αισθάνεται... «ανήμπορος». Αυτή ήταν η κατάλληλη λέξη, όσο γελοία κι αν ακουγόταν.