Выбрать главу

Άνοιξε το στόμα της θυμωμένη, με σκοπό να του απαντήσει μόλις τελείωνε την πρότασή του, κι αυτός ετοιμάστηκε να ακούσει τις υποσχέσεις της. Δεν έδινε δεκάρα τι εντύπωση θα σχημάτιζε στα μάτια της Ρεάνε και των υπολοίπων. Τα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν πως, στη θέση της, θα τον είχαν κατσαδιάσει για τα καλά.

Πριν όμως προλάβει κανείς να μιλήσει, μια στρουμπουλή γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, ντυμένη με τη λιβρέα του Οίκου Μίτσομπαρ, έκανε μια υπόκλιση, πρώτα προς το μέρος της Ηλαίην, ύστερα προς το μέρος των γυναικών με την κόκκινη ζώνη και τελικά προς εκείνον. «Η Βασίλισσα Τάυλιν σάς στέλνει αυτό, Άρχοντα Κώθον», είπε η Λαρέν, δίνοντάς του ένα καλάθι με ένα ριγωτό ύφασμα ριγμένο πάνω από το περιεχόμενό του, και με μικρά κόκκινα λουλούδια πλεγμένα γύρω από τη λαβή του. «Δεν πήρες πρωινό και πρέπει να έχεις δυνάμεις».

Τα μάγουλα του Ματ φούντωσαν. Η γυναίκα απλώς τον κοίταξε, αν και τον είχε προσέξει καλύτερα από τότε που τον είχε οδηγήσει για πρώτη φορά στα δώματα της Τάυλιν. Πολύ καλύτερα. Του είχε φέρει το δείπνο του σε έναν δίσκο, χτες το βράδυ, όταν αυτός προσπαθούσε να κρυφτεί κάτω από τα μεταξωτά σεντόνια. Δεν τις καταλάβαινε. Οι γυναίκες αυτές τον έκαναν να αναπηδά ξαφνιασμένος και να κοκκινίζει σαν κοριτσάκι. Δεν τις καταλάβαινε καθόλου.

«Είσαι σίγουρος πως δεν προτιμάς να μείνεις εδώ;» ρώτησε η Ηλαίην. «Η Τάυλιν θα ευχαριστηθεί να πάρετε μαζί πρωινό. Η Βασίλισσα λέει πως σε βρίσκει ιδιαίτερα διασκεδαστικό, αβρόφρονα κι υπάκουο», πρόσθεσε με μια αμφιβολία στον τόνο της φωνής της.

Ο Ματ κατευθύνθηκε στις άμαξες κρατώντας στο ένα χέρι το καλάθι και στο άλλο το ασανταρέι.

«Τόσο ντροπαλοί είναι οι βόρειοι;» ρώτησε η Λαρέν.

Ο Ματ ρισκάρισε ένα βλέμμα πάνω από τον ώμο του και ξεφύσησε με ανακούφιση. Η υπηρέτρια τακτοποίησε τη φούστα της και χάθηκε πίσω από το φυτικό παραπέτασμα, ενώ η Ηλαίην έκανε νόημα στη Ρεάνε και στις Σοφές να φτιάξουν έναν κύκλο γύρω της. Ο Ματ, ωστόσο, ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Οι γυναίκες θα ήταν ο θάνατός του.

Πλησίασε την πιο κοντινή άμαξα κι άφησε το καλάθι μπροστά στον Μπέσλαν, που καθόταν στο σκαλοπάτι της, με το ηλιόφως να αντανακλά στη στενή λάμα του ξίφους του καθώς εκείνος κοιτούσε εξεταστικά την κόψη της. «Τι κάνεις εδώ;» αναφώνησε ο Ματ.

Ο Μπέσλαν θηκάρωσε το σπαθί του κι ένα πλατύ μειδίαμα ξεπήδησε στο πρόσωπό του. «Θα έρθω μαζί σου στο Ράχαντ. Νομίζω πως θα έχει περισσότερη πλάκα εκεί».

«Το καλό που του θέλω», είπε ο Ναλέσεν, ενώ χασμουριόταν, κρατώντας την παλάμη μπροστά στο στόμα του. «Δεν κοιμήθηκα καλά τη νύχτα και τώρα θέλετε να με πάρετε από δω τη στιγμή που υπάρχουν τριγύρω τόσες Θαλασσινές». Ο Βάνιν ανασηκώθηκε στην κορυφή του βαρελιού, έριξε μια ματιά τριγύρω, δεν παρατήρησε τίποτα ενδιαφέρον και ξανάπεσε πίσω με τα μάτια κλειστά.

«Δεν θα έχει καθόλου πλάκα, όσο περνάει από το χέρι μου», μουρμούρισε ο Ματ. Τι είπε ο Ναλέσεν; Ότι εκείνος δεν κοιμήθηκε καλά; Χα! Ήταν όλοι τους έξω και διασκέδαζαν στο πανηγύρι. Όχι πως κι ο ίδιος δεν είχε περάσει σχετικά καλά, εξαιρώντας το γεγονός ότι βρισκόταν με μια γυναίκα που τον θεωρούσε μαριονέτα. «Θαλασσινές, είπες;»

«Όταν επέστρεψε χτες το βράδυ η Νυνάβε Σεντάι, έφερε μαζί της καμιά ντουζίνα από δαύτες, ίσως και περισσότερες, Ματ». Ο Μπέσλαν ξεφύσησε κι έκανε με τα χέρια του διάφορες κινήσεις. «Αν έβλεπες τον τρόπο που κινούνταν...»

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Η Τάυλιν τού είχε κάνει το μυαλό σούπα. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην τού είχαν μιλήσει για τις Ανεμοσκόπους, απρόθυμα και κατόπιν όρκου του για άκρα μυστικότητα, αφού πρώτα είχαν προσπαθήσει να του αποκρύψουν πού ήθελε να πάει η Νυνάβε και με ποιον σκοπό. Δεν αισθάνθηκαν την παραμικρή ντροπή για αυτήν την προσπάθεια. «Οι γυναίκες κρατούν τις υποσχέσεις τους με τον δικό τους τρόπο», έλεγε η παροιμία. Τώρα που το σκεφτόταν, ο Λόουτιν κι ο Μπέλβιν δεν ήταν μαζί με τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Ίσως η Νυνάβε να σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επανορθώσει κρατώντας τους μαζί της. «.. .Με τον δικό τους τρόπο». Αν, όμως, είχε φέρει ήδη στο παλάτι τις Ανεμοσκόπους, σίγουρα δεν θα χρειαζόταν μισή βδομάδα για να χρησιμοποιήσουν το Κύπελλο. Μα το Φως, έλεος!